ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΓΝΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ
Ζητήματα εφαρμοστέου δικαίου και διεθνούς δικαιοδοσίας
- Έκδοση: 2024
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 160
- ISBN: 978-618-08-0419-5
To έργο αναλύει ορισμένα από τα βασικότερα νομικά ζητήματα της εποχής μας σχετικά με τα τυχερά παίγνια και δη το διαδικτυακό τζόγο, ιδίως από πλευράς ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και υπό το πρίσμα διάφορων εννόμων τάξεων διεθνώς. Απευθύνεται σε νομικούς αλλά και γενικότερα σε επαγγελματίες του χώρου των τυχερών παιγνίων, παρέχοντας μια πλήρη παράθεση των κυριότερων νομοθετικών ρυθμίσεων και νομολογιακών πορισμάτων επί αυτού, καθώς και το έναυσμα για σφαιρική και ταυτόχρονα εις βάθος γνώση και έρευνα του συγκεκριμένου συναρπαστικού τομέα του δικαίου.
Μέσω του βιβλίου ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση μεταξύ άλλων για:
• Τον τρόπο αλλά και τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται τι συνιστά τυχερό παίγνιο σε ξεχωριστά δίκαια και ποιες νομικές συνέπειες έχει αυτό για τα συμβαλλόμενα μέρη
• Τη νομική αντιμετώπιση των διαδικτυακών τυχερών παιγνίων και της εγκυρότητας των συμβάσεων επί αυτών από διάφορες έννομες τάξεις ανά τον κόσμο, με έμφαση στα ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου
• Τις βασικές νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τον διαδικτυακό τζόγο εν γένει σε επίπεδο ενωσιακής και ημεδαπής έννομης τάξης
• Τα πορίσματα της κρατούσας μέχρι σήμερα νομολογίας τόσο του ΔΕΕ όσο και εθνικών δικαστηρίων επί διαφορών από διαδικτυακά τυχερά παίγνια, ιδίως σε περιπτώσεις που ενυπάρχουν στοιχεία αλλοδαπότητας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ VII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Α) Εισαγωγή – Τα κοινώς αποδεκτά στοιχεία των τυχερών παιγνίων 1
α) Ειδικά ως προς το στοιχείο της “τύχης” 4
β) Ειδικά ως προς τα στοιχεία του “τιμήματος συμμετοχής” και “κέρδους” 7
Β) Έτερα κριτήρια χαρακτηρισμού των τυχερών συμβάσεων 14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ,
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
Α) Εισαγωγικά 17
Β) Προκατανόηση επιμέρους θεμάτων – οι ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας
των σχετικών διαφορών στην πράξη 18
Γ) Διεθνής Δικαιοδοσία 21
α) Ιδίως η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας 26
Δ) Εφαρμοστέο δίκαιο 28
Ε) Αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων 34
Στ) Συγκριτική επισκόπηση της αντιμετώπισης από επιμέρους έννομες
τάξεις ζητημάτων σχετικά με ενοχές πηγάζουσες από συμβάσεις
τυχερών παιγνίων με στοιχεία αλλοδαπότητας 37
α) Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας 37
β) Χονγκ Κονγκ 38
γ) Σιγκαπούρη 40
δ) Γαλλία 41
ε) Ηνωμένο Βασίλειο 42
X
στ) Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής 44
ζ) Συμπερασματικές παρατηρήσεις 46
Ζ) Κριτική αποτίμηση των θέσεων των επιμέρους εννόμων τάξεων 48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΝ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Α) Εισαγωγή 53
Β) Νομικό πλαίσιο για τα τυχερά παίγνια γενικά στα κράτη μέλη
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επιμέρους νομολογία του ΔΕΕ 54
α) Το εν γένει νομικό πλαίσιο για τα τυχερά παίγνια εντός της Ένωσης 54
β) Η επιμέρους νομολογία του ΔΕΕ επί των νομικών περιορισμών
των κρατών-μελών στην αγορά τυχερών παιχνιδιών 57
γ) Ενωσιακά νομοθετήματα περιέχοντα διατάξεις ρυθμίζουσες
(και) τα τυχερά παίγνια που παρέχονται μέσω διαδικτύου 60
Γ) Οι ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο
σε συμβάσεις τυχερών παιγνίων (Κανονισμοί Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ) 62
α) Συμβατικές Ενοχές (Κανονισμός Ρώμη Ι) 62
i) Κατά τόπον και καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής 62
ii) Οι γενικοί κανόνες συνδέσεως του άρθρου 3 και 4 ως προς την υπόδειξη
του εφαρμοστέου δικαίου 64
β) Eξωσυμβατικές ενοχές (Κανονισμός Ρώμη ΙΙ) 65
i) Εισαγωγικά - Οι εξωσυμβατικές ενοχές εν γένει στα πλαίσια τυχερών παιγνίων 65
ii) Πεδίο Εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ 66
iii) Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές που πηγάζουν
από αδικοπραξία κατά τον Κανονισμό Ρώμη ΙΙ 67
iv) Οι λοιπές εξωσυμβατικές ενοχές και ιδίως ο αδικαιολόγητος πλουτισμός 69
v) Ειδικά οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς (άρθρο 17 Κανονισμού) 70
vi) Ειδικά η περίπτωση της εφαρμογής της lex voluntatis (άρθρο 14 Κανονισμού) 75
Δ) Οι ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία
σε συμβάσεις διαδικτυακών τυχερών παιγνίων (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια) 76
α) Εισαγωγή - Πεδίο εφαρμογής Κανονισμού 76
β) Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβατικές ενοχές που συνάπτονται μέσω διαδικτύου 77
i) Η διεθνής δικαιοδοσία ελλείψει επιλογής των μερών 77
ii) Οι ρήτρες επιλογής δικαστηρίου 80
XI
γ) Οι διατάξεις του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια ως προς τις εξωσυμβατικές ενοχές 81
i) Η διεθνής δικαιοδοσία σε διαφορές από αδικοπραξία 81
ii) H διεθνής δικαιοδοσία σε διαφορές αδικαιολόγητου πλουτισμού 85
Ε) H προστασία των καταναλωτών 87
α) Η προστασία των καταναλωτών στα πλαίσια του Κανονισμού Ρώμη Ι 87
i) Ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως καταναλωτικής 87
ii) Ειδικά η περίπτωση των υπηρεσιών που παρέχονται σε χώρα
διαφορετική αυτής της συνήθους διαμονής του καταναλωτή 92
iii) Οι επιμέρους ρυθμίσεις για το εφαρμοστέο δίκαιο στις καταναλωτικές συμβάσεις 93
β) Η προστασία των καταναλωτών στα πλαίσια του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια 98
i) Ειδικά το ζήτημα του χαρακτηρισμού ενός παίκτη τυχερών παιγνίων
που παρέχονται μέσω διαδικτύου ως καταναλωτή ή ως επαγγελματία –
Η απόφαση A.B v. Personal Exchange του ΔΕΕ 102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΝ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ
Α) Εισαγωγή 109
Β) Το νομικό καθεστώς κατά τη μεταβατική περίοδο 111
Γ) Το νομικό πλαίσιο μετά την Υ.Α. 79835/2020 του Υπουργού Οικονομικών 116
Δ) Η αντιμετώπιση των ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου
δικαίου στις συμβάσεις παροχής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου
από την ελληνική νομολογία 124
α) Η υπ’ αριθμ. 684/2023 Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 124
i) Το ιστορικό της διαφοράς και τα αιτήματα της αγωγής 125
ii) Οι προβληθείσες ενστάσεις της εναγόμενης και η κρίση του Δικαστηρίου 126
β) Οι υπ’ αριθμ. 1283/2023 και 1377/2023 Αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών 128
γ) Συμπεράσματα 132
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 135
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 137
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 145
Σελ. 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ
ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Α) Εισαγωγή – Τα κοινώς αποδεκτά στοιχεία των τυχερών παιγνίων
Παρά την αδιαμφισβήτητη εμφάνιση του τζόγου ως φαινομένου σχεδόν σε όλες τις κοινωνίες παγκοσμίως, εύκολα θα διαπιστώσει κανείς ότι όχι μόνο δεν υφίσταται καθολικά αποδεκτός ορισμός ως προς το τι ορίζεται νομικά ως τζόγος, αλλά πολλώ δε μάλλον, και οι όποιοι ορισμοί επιλέγει να δώσει κάθε επιμέρους έννομη τάξη, συνήθως εμφανίζουν αρκετά μεγάλες διαφορές σε σχέση με τους αντίστοιχους άλλων κρατών. Στη συντριπτική ωστόσο πλειονότητα των περισσότερων εννόμων τάξεων διεθνώς, γίνεται δεκτό ότι τζόγο αποτελεί κατ’ αρχάς η δραστηριότητα η οποία συγκεντρώνει τουλάχιστον τα τρία ακόλουθα στοιχεία, ήτοι: α) οικονομική διακινδύνευση (άλλως, τίμημα συμμετοχής), β) τύχη και γ) (πιθανό) κέρδος.
Επίσης, στις περισσότερες έννομες τάξεις, οι μορφές του τζόγου στις οποίες κατηγοριοποιεί τις σχετικές συμβάσεις και τις οποίες ρυθμίζει ειδικότερα ο εκάστοτε εθνικός νομοθέτης είναι συνήθως: α) τα τυχερά παίγνια (τα οποία κατ’ αντιδιαστολή διακρίνονται από τα απλά, ψυχαγωγικά παίγνια), β) τα στοιχήματα και γ) οι λοταρίες. Ωστόσο δεν αποκλείεται μια περίπτωση να εντάσσεται ταυτόχρονα σε παραπάνω από μία εκ των τριών αυτών κατηγοριών, ενώ επίσης λεκτέο τυγχάνει ότι και τα δικαστήρια των διαφόρων χωρών δεν δίνουν πάντα μεγάλη σημασία στην ως άνω διαφοροποίηση, καθώς πρακτικά η κατηγοριοποίηση μιας τυχερής σύμβασης στην μία ή στην άλλη εκ των ανωτέρω αναφερόμενων περιπτώσεων δεν έχει πάντα ουσιαστική νομική σημασία για την εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση.
Επιπλέον, δεδομένου ότι πάντα κάθε συμμετοχή σε τέτοια δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται νομικά ως τζόγος/τυχερό παίγνιο προϋποθέτει την ύπαρξη συμμετοχής τουλάχιστον δύο προσώπων, οι οποίοι και συμφωνούν αφενός να λάβει χώρα συγκεκριμένο
Σελ. 2
γεγονός, αφετέρου ότι με βάση το αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού θα επέλθουν και αντίστοιχα αποτελέσματα για τους ίδιους, δεν αμφισβητείται επίσης από καμία έννομη τάξη ότι οι παραπάνω δραστηριότητες αποτελούν και θα χαρακτηρίζονται πάντα ως “συμβάσεις”, οι οποίες και έχει επικρατήσει διεθνώς να αναφέρονται τόσο στη νομική θεωρία όσο και στη νομολογία ως «συμβάσεις τυχερών παιγνίων» ή και «τυχερές συμβάσεις» («gambling contracts»).
Ειδικά ως προς τον διαδικτυακό τζόγο/διαδικτυακά τυχερά παίγνια, λεκτέο κατ’ αρχάς τυγχάνει ότι παρότι κάθε κράτος, ακόμα και σε επίπεδο μελών Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιερώνει δικό του ορισμό, γίνεται εντούτοις γενικά δεκτό ότι η χρήση του διαδικτύου ως μέσου προκειμένου κάποιος να συμμετέχει σε τυχερά παίγνια δεν μεταβάλλει τη νομοθεσία και εν γένει τη θέση της αντίστοιχης έννομης τάξης ως προς το τζόγο, εκτός κι αν ειδικότερες δικαιοπολιτικές επιλογές του νομοθέτη επιβάλλουν διακριτή αντιμετώπιση ειδικά για τα τυχερά παίγνια που παρέχονται διαδικτυακά (όπως παραδείγματος χάριν απαγόρευση σύναψης συμβάσεων τυχερών παιγνίων μεταξύ ημεδαπών παικτών και παρόχων που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες εξ αποστάσεως από άλλα κράτη –βλ. ανάλυση κατωτέρω επί του εν λόγω ζητήματος). Ενδεικτικά, ο ορισμός που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011 στην Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα διαδικτυακώς παρεχόμενα τυχερά παίγνια αναφέρει ότι «Οι υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας σύνδεση είναι οι υπηρεσίες που περιλαμβάνουν το χρηματικό στοίχημα σε παιχνίδια τύχης, συμπεριλαμβανομένων των λαχειοφόρων κληρώσεων και των πράξεων στοιχηματισμού που προσφέρονται εξ αποστάσεως, με ηλεκτρονικά μέσα και μετά από ατομικό αίτημα του αποδέκτη των υπηρεσιών», και ο οποίος ορισμός εν πολλοίς ανταποκρίνεται στην θέση σχεδόν των περισσότερων κρατών ως προς το τι ορίζεται νομικά ως διαδικτυακός τζόγος/ διαδικτυακά τυχερά παίγνια, ενώ και οι επιμέρους ορισμοί διαφόρων χωρών ως προς αυτό το
Σελ. 3
ζήτημα, αν και με παρεμφερή διατύπωση, δεν έχουν ουσιαστική απόκλιση από τον ανωτέρω ορισμό που πρότεινε η Επιτροπή.
Σημειώνεται επίσης ότι σε αντίθεση με αρκετές άλλες μορφές συμβάσεων, των οποίων ο ακριβής χαρακτηρισμός είναι κυρίως επιστημονικού ενδιαφέροντος ή καθαρά θεωρητικής φύσης, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως τυχερής/τζόγου, επάγεται στις περισσότερες έννομες τάξεις πολύ σημαντικές έννομες συνέπειες, όπως ενδεικτικά καθιστάμενης της εκτέλεσης της σύμβασης ως μη δικαστικώς επιδιώξιμης ή ακόμη και αναγνώρισης της σύμβασης καθαυτής ως άκυρης, ενώ επίσης, έτι περαιτέρω, στα περισσότερα κράτη προβλέπονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις ενασχόλησης με το τζόγο και ποινικές κυρώσεις για τα εμπλεκόμενα μέρη. Για αυτό και η βεβαιότητα ως προς τον σαφή και ακριβή ορισμό σε κάθε έννομη τάξη ως προς το τι συνιστά σύμβαση τυχερού παιγνίου είναι υπέρμετρης σημασίας, δεδομένων των πολύ σημαντικών επιπτώσεων που δύναται να έχει για τους εκάστοτε συμβαλλόμενους ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως τέτοιας.
Όπως πολύ συχνά παρατηρείται και στη διεθνή βιβλιογραφία, κατ’αρχάς πολλές δραστηριότητες εμπίπτουν προδήλως στην έννοια των τυχερών συμβάσεων (άλλως, συμβάσεων τυχερών παιγνίων), ανταποκρινόμενες και στο αίσθημα του μέσου πολίτη περί τούτου, χωρίς να ουσιαστικά τίθεται ζήτημα ως προς το χαρακτηρισμό τους ως τέτοιες. Έτσι, για παράδειγμα ο στοιχηματισμός χρηματικού ποσού από κάποιον παίκτη σε κάποιο αθλητικό γεγονός, σε παιχνίδι ρουλέτας, ή η αγορά λαχνού με την ελπίδα αποκόμισης χρηματικού κέρδους σπάνια έως ποτέ δεν θα αμφισβητηθεί βασίμως ότι ως δικαιοπραξίες συνιστούν όντως κατάρτιση τυχερής σύμβασης και δη τζόγο. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως τζόγου ή μη εμφανίζει αρκετές δυσκολίες και τα ως άνω τρία απαραίτητα χαρακτηριστικά (ήτοι οικονομική διακινδύνευση, τύχη και πιθανό κέρδος) δεν αποτελούν πάντα επαρκές ή σαφές κριτήριο για εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων για τον εφαρμοστή του δικαίου. Τούτο διότι πολλές φορές δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί εάν υπάρχει (και σε ποιο βαθμό) συνδρομή ενός ή περισσότερων εκ των ανωτέρω τριών στοιχείων αυτών, ενώ επίσης, και αρκετές περιπτώσεις συμβάσεων οι οποίες εμπεριέχουν τα τρία προαναφερόμενα στοιχεία, ρητά εξαιρούνται από τους εθνικούς νομοθέτες ως μη εμπίπτουσες στο εκάστοτε ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις τυχερές συμβάσεις στα κράτη εκείνα.
Σελ. 4
Όπως προαναφέρθηκε, οι έννομες τάξεις ανά τον κόσμο διαθέτουν αρκετά διαφορετικούς ορισμούς ως προς την έννοια του τζόγου/τυχερών παιγνίων εν γένει, με αποτέλεσμα πολλές φορές μια σύμβαση η οποία πληροί τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως τυχερή από μία έννομη τάξη, να μην εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία σε άλλη έννομη τάξη, και το αντίστροφο. Αυτό φυσικά αποτελεί αντίστοιχα απόρροια των ιστορικών διαφορών, δικαιοπολιτικών επιλογών και ηθικών αξιών που ενυπάρχουν σε κάθε χώρα. Ως προς δε τα τρία επιμέρους (και, κατά γενική ομολογία, κοινώς) αποδεκτά χαρακτηριστικά του τζόγου που αναφέρθηκαν ανωτέρω, θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις.
α) Ειδικά ως προς το στοιχείο της “τύχης”
Ειδικότερα, ως προς τον παράγοντα της τύχης, είναι αρκετά χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης φύσης των τυχερών συμβάσεων ότι δεν υπάρχει καν ομοιογένεια ανάμεσα στα διάφορα εθνικά δίκαια ως προς το πότε θεωρείται ότι υφίσταται το εν λόγω στοιχείο σε κάποια σύμβαση, ώστε να φτάσει η τελευταία να θεωρηθεί τυχερή. Η ως άνω διαφοροποίηση πηγάζει τις περισσότερες φορές από το βαθμό από τον οποίο απαιτεί το εκάστοτε δίκαιο να επηρεάζεται η έκβαση του παιγνίου (ή στοιχήματος) από την τύχη ή αντίστοιχα από την ικανότητα του παίκτη. Επί του εν λόγω θέματος έχουν αναπτυχθεί από τις έννομες τάξεις διεθνώς αντίστοιχες θεωρίες-κριτήρια, με βάση τα οποία και ο εφαρμοστής του δικαίου θα εξετάσει εάν το υπό κρίση παίγνιο θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως τυχερό ή μη.
Κατ’ αρχάς, η πλειονότητα των κρατών διεθνώς, μεταξύ των οποίων οι περισσότερες πολιτείες των Η.Π.Α, αλλά και η Γερμανία και η Ιταλία εφαρμόζουν τη λεγόμενη στη νομική θεωρία “εξέταση κυρίαρχου παράγοντα” (“dominant factor test” ή “predominance factor test”) η οποία εξετάζει εάν ένα παίγνιο θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως τυχερό, εάν ο παράγοντας της τύχης είναι κυρίαρχος/καθοριστικός (dominant) για την έκβαση του αποτελέσματος του παιχνιδιού. Η εξέταση αυτή λαμβάνει χώρα από τον εφαρμοστή του δικαίου μέσω της διερεύνησης της επιρροής που έχει η τύχη έναντι της ικανότητας (ή της γνώσης) του παίκτη, σε βαθμό που η πρώτη υπερτερεί της τελευταίας. Σύμφωνα με την ως άνω εξέταση, ένα δικαστήριο θα κρίνει ότι ένα παιχνίδι είναι τυχερό όταν οι ικανότητες/
Σελ. 5
γνώσεις του παίκτη καθορίζουν την έκβαση της νίκης του σε ποσοστό συνήθως μικρότερο του 50% των αποτελεσμάτων του παιχνιδιού.
Σε αρκετές επίσης έννομες τάξεις χρησιμοποιείται ένα παρεμφερές κριτήριο για να κριθεί εάν θα χαρακτηριστεί ένα παίγνιο ως τζόγος, και συγκεκριμένα η “εξέταση του υλικού στοιχείου” (“material element test”), κατά την οποία ερευνάται εάν στο υπό κρίση παίγνιο-σύμβαση η έκβαση επηρεάζεται έστω και σε κάποιο βαθμό από την τύχη, χωρίς ωστόσο η τελευταία να είναι απαραίτητα και καθοριστικός παράγοντας για το επερχόμενο αποτέλεσμα. Αυτό το κριτήριο ακολουθούν κατά κανόνα μεταξύ άλλων και οκτώ πολιτείες των Η.Π.Α., μεταξύ των οποίων η Νέα Υόρκη, η Ουάσιγκτον, η Αλαμπάμα και η Οκλαχόμα, αλλά και η Γαλλία. Με βάση το ως άνω κριτήριο, εφόσον οποιοδήποτε στοιχείο του παιχνιδιού που δύναται να επηρεάσει την έκβαση, εναπόκειται ως προς τον καθορισμό του στην τύχη (ή και στην τύχη) τότε το συγκεκριμένο παιχνίδι θα χαρακτηρίζεται ως τυχερό. Είναι αναμενόμενο φυσικά ότι με βάση το ως άνω κριτήριο, στην κατηγορία των τυχερών θα εντάσσονται πολύ περισσότερα παιχνίδια από ό,τι στην πρώτη περίπτω-
Σελ. 6
ση. Το εν λόγω κριτήριο φαίνεται ότι έχει υιοθετήσει και η Ελλάδα, καθώς σε αυτό παραπέμπει και ο τρόπος με τον οποίο έχει τεθεί νομοθετικά ο ορισμός για τα τυχερά παίγνια, στο άρθρο 25 του Ν. 4002/2011 («β) “Τυχερά παίγνια”: Προκειμένου ένα παίγνιο να χαρακτηριστεί ως τυχερό πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: αα. Να υφίσταται, έστω και εν μέρει, επιρροή της τύχης στο αποτέλεσμα του παιγνίου...»).
Επίσης, ένα ακόμη κριτήριο που χρησιμοποιείται από κάποιες έννομες τάξεις όπως της πολιτείας του Τέξας στην Αμερική, είναι και η χαρακτηριζόμενη στη θεωρία ως “εξέταση οποιασδήποτε πιθανότητας” (“any chance test”), με βάση την οποία, ακόμα και η παραμικρή ύπαρξη του στοιχείου της τύχης θα κρίνεται ως αρκετή για να χαρακτηρίσει τη σύμβαση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ως τυχερή, ακόμα κι αν ως παράγοντας, είναι στην ουσία ανεξάρτητος και μη επηρεάζων στην πραγματικότητα την όποια έκβαση του παιχνιδιού καθαυτού.
Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον ωστόσο έχει ο ορισμός που έχουν επιλέξει να καθιερώσουν ορισμένα κράτη όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά τον οποίο στην κατηγορία των τυχερών παιχνιδιών θα εντάσσονται επίσης -πέρα από τα παιχνίδια που είτε ενέχουν συνδυασμό τύχης και ικανότητας είτε ο παράγοντας της τύχης μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως λόγω της ικανότητας του παίκτη- ακόμα και τα παιχνίδια τα οποία δεν ενέχουν μεν καθόλου το στοιχείο της τύχης, ωστόσο παρουσιάζονται σαν (”presented as”) να επηρεάζεται η έκβασή τους από αυτήν, ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Αντίστοιχη αλλά πιο λακωνική είναι και η διατύπωση που επιλέγει και η πολιτεία του Ιλινόις των Η.Π.Α., ορίζοντας ότι συνιστά ενασχόληση με το τζόγο όταν κάποιος «παίζει παιχνίδια τύχης ή ικανότητας για χρήματα ή άλλα πράγματα αξίας...», επίσης θέτοντας εκ ποδών επί της ουσίας τον παράγοντα της τύχης ως προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ή μη μιας δραστηριότητας ως σχετιζόμενη με τον τζόγο.
Τέλος, μία ομάδα εννόμων τάξεων έχει επιλέξει να θεσπίσει ως κριτήριο για το χαρακτηρισμό ενός παιγνίου ως τυχερό και μόνο το γεγονός ότι αυτό διενεργείται-παίζεται με συ-
Σελ. 7
γκεκριμένα μέσα που απλώς παραπέμπουν σε τυχερό παίγνιο, χωρίς ωστόσο να ενυπάρχει απαραίτητα ο παράγοντας της τυχαιότητας σε αυτά. Έτσι, για παράδειγμα η πολιτεία της Νεβάδα στις Η.Π.Α. ορίζει ως τυχερό κάθε παιχνίδι το οποίο «παίζεται με κάρτες, ζάρια, εξοπλισμό ή οποιαδήποτε μηχανική, ηλεκτρομηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή ή μηχάνημα...» με σκοπό τον πορισμό οικονομικού οφέλους. Παρεμφερή ορισμό-κριτήριο ακολουθούν εξάλλου ως προς το ζήτημα αυτό και αρκετά κράτη της Μέσης Ανατολής όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, επηρεασμένα από την ισλαμική θρησκεία και την αυστηρή θέση της πάνω στο τζόγο εν γένει ως ανήθικη δραστηριότητα (στα αραβικά: “haraam”), θεωρώντας μάλιστα ως ενασχόληση με το τζόγο τη συμμετοχή πολιτών σε τέτοια παιχνίδια, ακόμη και όταν δεν υπάρχει καν οικονομική διακινδύνευση ή περιουσιακά αποτιμητό βραβείο. Με βάση το κριτήριο των ανωτέρω εννόμων τάξεων, ακόμα και παιχνίδια όπως το μπριζ (το οποίο, αν και παίζεται με τράπουλα, ενέχει ελάχιστα έως καθόλου τον παράγοντα της τύχης) ή ακόμα και το σκάκι δύνανται να θεωρηθούν τυχερά παίγνια, ασχέτως της επιρροής ή μη σε αυτά του παράγοντα της τύχης.
β) Ειδικά ως προς τα στοιχεία του “τιμήματος συμμετοχής” και “κέρδους”
Πέρα όμως από το στοιχείο της τύχης καθαυτής και της επιρροής της στην έκβαση του αποτελέσματος του υπό εξέταση παιχνιδιού, αντίστοιχα μεγάλες διαφοροποιήσεις αναδεικνύονται και ως προς τον τρόπο που φαίνεται να ερμηνεύουν και να ορίζουν οι διάφορες έννομες τάξεις διεθνώς και τα έτερα άλλα δύο (κοινώς αποδεκτά) χαρακτηριστικά που όπως προαναφέρθηκαν ενυπάρχουν στις τυχερές συμβάσεις, ήτοι του οικονομικού τιμήματος συμμετοχής και του (πιθανού) κέρδους.
Ειδικότερα, ως τίμημα συμμετοχής ορίζεται οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποια οικονομική αξία (ασχέτως αν είναι χρήματα ή άλλο αντικείμενο) και το οποίο καταβάλλεται από τον συμμετέχοντα παίκτη προκειμένου να έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την πιθανότητα να κερδίσει. Η δυστοκία που ανέκυψε ως προς τη διάγνωση του εν λόγω στοιχείου αφορούσε τις περιπτώσεις που κάποιος επαγγελματίας, κυρίως στα πλαίσια της εμπορι-
Σελ. 8
κής προώθησης των υπηρεσιών ή των προϊόντων του, δίνει το δικαίωμα σε άλλα άτομα (κατά βάση, ήδη υφιστάμενους ή και πιθανούς νέους πελάτες του) να συμμετέχουν σε τυχερά παιχνίδια που ο ίδιος διοργανώνει (τα οποία συχνά αποκαλούνται και «τυχεροί διαγωνισμοί» ή «τυχερή κλήρωση») χωρίς ωστόσο την καταβολή κάποιου τιμήματος για τη συμμετοχή. Αντίστοιχο όμως προβληματισμό έχουν κατά καιρούς δημιουργήσει στους εφαρμοστές του δικαίου στις διάφορες έννομες τάξεις και οι παρεμφερείς περιπτώσεις των (περιορισμένων) δωρεάν πονταρισμάτων ή δωρεάν συμμετοχών σε κάποια κατεξοχήν τυχερά παίγνια (παραδείγματος χάριν, χωρίς οικονομική επιβάρυνση συμμετοχή του παίκτη στο επόμενο γύρισμα της ρουλέτας) από παρόχους που παρέχουν κατ’ επάγγελμα υπηρεσίες τυχερών παιγνίων όπως τα καζίνο και οι εταιρείες διαχείρισης στοιχηματικών ιστοσελίδων. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ανακύπτει το ερώτημα εάν και οι συμβάσεις αυτές θα πρέπει να χαρακτηριστούν ως τυχερές, ακόμα κι αν φαίνεται να ελλείπει ένα από τα (κατά γενική ομολογία, απαραίτητα) δομικά στοιχεία των τυχερών παιγνίων. Ωστόσο, σε αντίθεση με την εκτενή ανάλυση τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία ως προς την επιρροή της τύχης σε κάποιο τυχερό παίγνιο, για τις ανωτέρω περιπτώσεις ως προς την άνευ οικονομικού ανταλλάγματος συμμετοχή κάποιου παίκτη σε τυχερό παίγνιο, δεν υφίσταται αντίστοιχα εκτενής νομική ανάλυση στη διεθνή βιβλιογραφία, ούτε καν για το αν θα πρέπει τα ανωτέρω να χαρακτηρίζονται τελικά ως τυχερά παίγνια ή μη, ενώ χαρακτηριστικό δε είναι ότι σε νομοθετικό επίπεδο δεν φαίνεται να υπάρχει και κάποια ειδική πρόβλεψη, τουλάχιστον στα ευρωπαϊκά κράτη επί αυτού του φαινομένου, με εξαίρεση μόνο την υποχρέωση των εταιρειών προς τους παίκτες οι όροι των συμβάσεων αυτών να είναι διαφανείς και δίκαιοι για όλους τους συμμετέχοντες.
Ίσως αυτό που έχει προκαλέσει όμως μεγαλύτερη συζήτηση και δικαστικές διενέξεις διεθνώς, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι η ο τρόπος με τον οποίο θα ερμηνεύεται και θα αξιολογείται το στοιχείο του πιθανού “κέρδους” για τον εκάστοτε υποψήφιο παίκτη. Το
Σελ. 9
ζήτημα κάθε άλλο παρά απλό φαίνεται να είναι, αφού ενδεικτικά αξίζει μόνο να αναφερθεί ότι ως διενεργούσες παράνομες (ήτοι μη καταλλήλως αδειοδοτημένες από την αρμόδια αρχή) πράξεις σχετιζόμενες με το τζόγο έχουν κατηγορηθεί και αντιστοίχως εναχθεί εταιρείες που πωλούσαν μέχρι και συλλεκτικές κάρτες που απεικόνιζαν αθλητές ή και συλλεκτικές κάρτες επιτραπέζιων παιχνιδιών. Ενδεικτική επί αυτού είναι η (ευρέως σχολιασμένη πλέον στη διεθνή βιβλιογραφία) υπόθεση Shwartz v. Upper Deck Co. (1997) επί της οποίας επελήφθη το Επαρχιακό Δικαστήριο της Καλιφόρνια και η οποία αφορούσε αγωγή καταναλωτών κατά εταιρείας η οποία κατασκεύαζε και πωλούσε στο αμερικανικό κοινό πακέτα με χάρτινες συλλεκτικές κάρτες οι οποίες απεικόνιζαν γνωστούς αθλητές μπέιζμπολ. Κάποιες μάλιστα εξ αυτών των καρτών, ούσες πιο σπάνιες από τις υπόλοιπες κοινές κάρτες (χαρακτηριζόμενες οι πρώτες ως “chase cards”) είχαν αρκετά μεγάλη οικονομική αξία στη δευτερογενή αγορά, όπου οι συλλέκτες μπορούσαν να αγοράσουν αλλά και να πουλήσουν τέτοιες κάρτες. Οι ενάγοντες καταναλωτές ζητούσαν αποζημίωση από την εναγόμενη εταιρεία, ισχυριζόμενοι ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητά της πώλησης των εν λόγω καρτών συνιστούσε στην ουσία (παράνομη) δραστηριότητα τζόγου, αφού ενυπήρχαν εν προκειμένω και τα τρία απαραίτητα στοιχεία προς τούτο, ήτοι καταβολή τιμήματος, τύχη και (πιθανό) κέρδος, αιτούμενοι την επιστροφή των χρημάτων που έχασαν αγοράζοντας τέτοια πακέτα (με σκοπό αντίστοιχα την εύρεση μεγάλης οικονομικής αξίας σπάνιων καρτών), ως ζημία προκληθείσα από τζόγο (“gambling loss”). Το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι η ως άνω δραστηριότητα της εναγόμενης συνιστούσε όντως δραστηριότητα τζόγου, αφού πληρούνταν όλα τα απαραίτητα κριτήρια για αυτό, θεωρώντας βάσιμο τον σχετικό ισχυρισμό των εναγόντων.
Πέρα όμως από τις ανωτέρω περιπτώσεις, έντονη συζήτηση έχει προκαλέσει τα τελευταία χρόνια και μια άλλη παρεμφερής δραστηριότητα εμπορικών εταιρειών με αποδέκτες τους καταναλωτές, και δη ανήλικα άτομα, αυτή τη φορά εκδηλωνόμενη όμως μέσω του διαδικτύου. Η περίπτωση αυτή αφορά τα λεγόμενα “loot boxes” τα οποία αποτελούν στην ουσία ψηφιακό περιεχόμενο εντός και στα πλαίσια συγκεκριμένων διαδικτυακών ψυχαγωγικών παιχνιδιών (συνήθως το περιεχόμενο των loot boxes αφορά κάποια διαφορετι-
Σελ. 10
κή «στολή» ή κάποιο νέο «όπλο»/«εξάρτημα» για τον «ήρωα» του αντίστοιχου ηλεκτρονικού παιχνιδιού), και τα οποία «κουτιά» αγοράζονται από τους παίκτες με πραγματικά χρήματα. Επίσης, σε αυτά ενυπάρχει και το στοιχείο της τυχαιότητας, καθώς τη στιγμή που ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος παίκτης αγοράζει ένα τέτοιο «τυχερό κουτί», δεν γνωρίζει το ακριβές (ψηφιακό) περιεχόμενό του, κι ως εκ τούτου εκείνη τη στιγμή που καταβάλλει το τίμημα ρισκάρει να λάβει κάτι που ίσως έχει (τουλάχιστον, κατ’ αρχάς για τον ίδιο) κάποια αξία, ή όχι. Η ως άνω εμπορική δραστηριότητα έχει προκαλέσει διεθνώς αρκετές αντιδράσεις, κυρίως με το επιχείρημα ότι αποτελεί μια κεκαλυμμένη μορφή τζόγου, στην οποία μάλιστα έχουν ελεύθερα πρόσβαση και ανήλικοι, ενώ επίσης έντονη είναι και η επί αυτής νομοθετική πρωτοβουλία σε αρκετά κράτη. Αξίζει να επισημανθεί ότι κράτη όπως το Βέλγιο και η Φινλανδία έχουν απαγορεύσει νομοθετικά τέτοιες δραστηριότητες από εταιρείες των βιντεοπαιχνιδιών, ως αποτελούσες οι πρώτες μη αδειοδοτημένη μορφή τυχερών παιγνίων ενώ αντίστοιχο νομοσχέδιο έχει ήδη τεθεί σε διαβούλευση και στην Ισπανία. Με πρόσφατη δε απόφαση αυστριακού Πρωτοδικείου (συγκεκριμένα, του Bezirksgericht Hermagor) (η οποία ωστόσο κατέστη ήδη ανέκκλητη), γνωστή πολυεθνική εταιρεία βιντεοπαιχνιδιών υποχρεώθηκε να επιστρέψει πίσω σε πελάτη της χρήματα τα οποία ο τελευταίος δαπάνησε για αγορά loot-boxes στα πλαίσια του δημοφιλούς ποδοσφαιρικού βιντεοπαιχνιδιού της εναγόμενης εταιρείας με την ονομασία “FIFA”, με το σκεπτικό ακριβώς ότι i) ο παίκτης δαπάνησε για την αγορά αυτή πραγματικά χρήματα, ii) υπήρχε ο παράγοντας της τύχης (αφού ο ίδιος δεν γνώριζε εκ των προτέρων τι ακριβώς θα λάβει με κάθε αγορά) και iii) το περιεχόμενο των εν λόγω loot-boxes που αγοράστηκαν είχαν όντως οικονομική αξία για τον παίκτη, αφού ήταν δυνατή η μετέπειτα ανταλλαγή του περιεχομένου των «κουτιών» αυτών μεταξύ των παικτών στην δευτερογενή αγορά έναντι χρημάτων.
Παρόλα αυτά, ενδεικτικό της ανομοιογένειας στα νομικά ζητήματα ως προς τα τυχερά παίγνια στα διάφορα κράτη είναι ότι, στον αντίποδα αυτού, αρκετές ήταν οι έννομες τάξεις που θεώρησαν ότι η ως άνω δραστηριότητα δεν εμπίπτει στις τυχερές συμβάσεις και δεν συνιστά τζόγο. Ενδεικτικά, το 2022 το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Ολλανδίας ανέτρεψε απόφαση επιβολής προστίμου σε εταιρεία που εμπορεύεται βιντεοπαιχνίδι όπου είναι δυνατή η αγορά από τους παίκτες τέτοιων «τυχερών κουτιών», και το οποίο πρόστιμο είχε επιβληθεί από την αρμόδια αρχή της χώρας για τη ρύθμιση των τυχερών παιγνίων, επικαλούμενο το ολλανδικό δικαστήριο ότι αφενός τα εν λόγω loot-boxes ήταν ένα μόνο από τα (δευτερεύοντα) στοιχεία του εν λόγω βιντεοπαιχνιδιού, και όχι το βασικό παιχνί-
Σελ. 11
δι καθαυτό που έπαιζαν οι παίκτες, ενώ επίσης και η εμπορευσιμότητα του περιεχομένου των «κουτιών-πακέτων» αυτών στη δευτερογενή αγορά ήταν σχετική, καθώς τέτοιες συναλλαγές μεταξύ των παικτών ήταν δυνατές μόνο με ανταλλαγή-πώληση ολόκληρων των ηλεκτρονικών λογαριασμών-προφίλ του εκάστοτε παίκτη και όχι μεμονωμένα των «πακέτων» αυτών ή του περιεχομένου τους. Αντίστοιχη θέση ως προς το εν λόγω ζήτημα των “loot boxes” (τουλάχιστον επί του παρόντος) και ειδικότερα ως προς τη μη κατηγοριοποίησή τους ως τυχερό παίγνιο, επίσης έχουν μεταξύ άλλων χωρών και ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότερες πολιτείες των Η.Π.Α. αλλά και η Γερμανία (επιλέγοντας αντίθετα να εισάγουν οι περισσότερες εξ αυτών μόνο κάποιες επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις, συνήθως είτε ως προς την κατάλληλη ενημέρωση των παικτών, είτε ως προς το κατώτατο ηλικιακό όριο συμμετοχής).
Τέλος, αντίστοιχα έντονο προβληματισμό έχει προκαλέσει τα τελευταία χρόνια διεθνώς και ο χαρακτηρισμός του στοιχηματισμού και η εν γένει συμμετοχή σε παίγνια με τα οποία τόσο η ίδια η οικονομική διακινδύνευση των παικτών όσο και το πιθανό κέρδος σε περίπτωση νίκης υφίστανται μεν, αλλά είναι εξ ολοκλήρου σε μορφή κάποιου κρυπτονομίσματος (crypto-currency). Μάλιστα, η σταδιακώς αυξανόμενη απήχηση τέτοιων συναλλαγών είναι τέτοια που ήδη υφίστανται και λειτουργούν σε αρκετά μέρη του κόσμου επιχειρήσεις διαδικτυακών καζίνο οι οποίες συναλλάσσονται με τους αντισυμβαλλόμενους παίκτες τους αποκλειστικά μέσω κρυπτονομισμάτων. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι γενικά ως κρυπτονόμισμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ψηφιακής μορφής νόμισμα (ή άλλως, η ψηφιακή αναπαράσταση αξίας), σχεδιασμένο να λειτουργεί ως μέσο ανταλλαγής μέσω ενός δικτύου υπολογιστών. Ο στοιχηματισμός με τη χρήση κρυπτονομι-
Σελ. 12
σμάτων είναι δυνατός μέσω αποκεντρωμένων εφαρμογών που λειτουργούν δυνάμει της “τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού” (“Distributed Ledger Technology” - DLT) και ιδίως στα πλαίσια της τεχνολογίας blockchain. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι δεν είναι αναγκαίο η σύμβαση των μερών να λάβει χώρα υποχρεωτικά στα πλαίσια κάποιου “έξυπνου συμβολαίου” (“smart contract”) (το οποίο και είναι δυνατόν να καταρτιστεί στα πλαίσια των αντίστοιχων δικτύων blockchain), αλλά αντίθετα μπορεί απλά να έχει συμφωνηθεί ότι ο χαμένος συμβαλλόμενος, αντί για χρήματα, θα (υποχρεούται να) καταβάλλει, με δική του ενέργεια, στο νικητή του στοιχήματος/παιγνίου, συγκεκριμένης αξίας ή αριθμού κρυπτονομίσματα (όπως παραδείγματος χάριν “Bitcoin”, “Ethereum” κτλ). Στις ανωτέρω περιπτώσεις όπου το παίγνιο περιέχει ως στοιχείο του συναλλαγή σε μορφή κρυπτονομισμάτων, ανακύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα εάν εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις για να κριθεί μια συναλλαγή ως τυχερό παίγνιο/στοίχημα ή μη. Αυτό εν πολλοίς θα κριθεί στα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν από τη στάση της εκάστοτε έννομης τάξης απέναντι στα (μη νομοθετικώς ρυθμισμένα προφανώς) κρυπτονομίσματα, και ιδίως από το εάν η εν λόγω έννομη τάξη αναγνωρίζει τα ψηφιακά στοιχεία αυτά ως έγκυρο και νόμιμο μέσο πληρωμής/διενέργειας οικονομικών συναλλαγών μεταξύ των ιδιωτών ή όχι. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι και σε αυτό το ζήτημα υφίσταται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στις διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, καθώς κράτη όπως η Κίνα, η Αίγυπτος, το Νεπάλ και η Βολιβία απαγορεύουν οποιαδήποτε χρήση/συναλλαγή με (μη νομοθετικώς ρυθμισμένα) κρυπτονομίσματα, κι ως εκ τούτου αρνούνται να τα θεωρήσουν μέσο συναλλαγής και περιουσιακό στοιχείο ενέχον κάποια οικονομική αξία. Άλλα κράτη
Σελ. 13
όπως ενδεικτικά η Ταϊλάνδη, η Σιγκαπούρη, η Ινδονησία αλλά και η Ελλάδα δεν απαγορεύουν στους πολίτες τους να χρησιμοποιούν ή να κατέχουν τέτοια κρυπτονομίσματα, αρνούμενες ωστόσο να τα αποδεχτούν ως νόμιμο μέσο πληρωμής και οικονομικά αποτιμητό περιουσιακό στοιχείο, ενώ τέλος κράτη όπως οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, η Ελβετία, το Ελ Σαλβαδόρ και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία αναγνωρίζουν κρυπτονομίσματα όπως το “Bitcoin” ως απόλυτα νόμιμο μέσο συναλλαγών/πληρωμής και ως περιουσιακό στοιχείο (με τις δύο τελευταίες εξ αυτών χώρες μάλιστα να έχουν υιοθετήσει το εν λόγω κρυπτονόμισμα ως ένα εκ των επίσημων νομισμάτων του κράτους τους). Συνάγεται επομένως ότι η απάντηση στο ερώτημα εάν, κατά τη lex cause που δυνάμει των οικείων κανόνων συνδέσεως του forum διέπει την υπό εξέταση έννομη σχέση, θα συνιστά κατάρτιση σύμβασης τυχερού παιγνίου η συμμετοχή σε παίγνιο όπου είτε η συμμετοχή του παίκτη είτε το πιθανό κέρδος που ο τελευταίος διεκδικεί μέσω του παιγνίου/στοιχήματος αυτού είναι σε μορφή κάποιου κρυπτονομίσματος, θα πρέπει να δίδεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα της θέσης της συγκεκριμένης έννομης τάξης (της οποίας το δίκαιο θα κρίνεται ως εφαρμοστέο) πάνω στη νομική αντιμετώπιση του αντίστοιχου κρυπτονομίσματος-κρυπτοστοιχείου. Συνεπώς, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις συμβάσεων, εάν το τίμημα συμμετοχής ή το πιθανό κέρδος είναι στην ανωτέρω (ψηφιακή) μορφή και η αντίστοιχη χώρα δεν αναγνωρίζει νομικά το εν λόγω κρυπτονόμισμα ως νόμιμο μέσο πληρωμής και επιτρεπόμε-
Σελ. 14
νο στις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών, τότε κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεν φαίνεται δυνατότητα συνδρομής όλων των απαραίτητων (και κατά γενική ομολογία, κοινώς αποδεκτών) χαρακτηριστικών προκειμένου να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως σύμβαση τυχερού παιγνίου (ήτοι “οικονομικό τίμημα”, “τύχη” και “κέρδος”), με αποτέλεσμα αντιστοίχως, να μην είναι δυνατός και ο χαρακτηρισμός τέτοιων συμβάσεων ως τυχερών, στα πλαίσια του εν λόγω εφαρμοστέου δικαίου.
Β) Έτερα κριτήρια χαρακτηρισμού των τυχερών συμβάσεων
Τέλος, πέρα από τα τρία στοιχεία που προαναφέρθηκαν (τίμημα, τύχη και κέρδος) στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν αναπτυχθεί επίσης και άλλα κριτήρια με βάση τα οποία δύναται να εξετάζεται (σωρευτικώς ωστόσο με την ύπαρξη και των τριών ως άνω στοιχείων) εάν μια δραστηριότητα αποτελεί τυχερό παίγνιο/τυχερή σύμβαση ή όχι. Προφανώς, κάτι τέτοιο κρίνεται σκόπιμο, αν όχι αναγκαίο, διότι στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο και διαρκώς μεταβαλλόμενο από τις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις γίγνεσθαι, ανακύπτουν διαρκώς νέες εκφάνσεις οικονομικής δραστηριότητας και μορφές συναλλαγών μεταξύ των ιδιωτών, οι οποίες, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να πληρούν το προαναφερθέν κριτήριο της συνδρομής και των τριών ως άνω στοιχείων (καθιστάμενου επομένως του τελευταίου συχνά μη επαρκούς), χωρίς ωστόσο ο αντίστοιχος εθνικός νομοθέτης να θέλει να προσδώσει σε αυτές τις ειδικότερες συμβάσεις τις συνέπειες που προβλέπονται από την έννομη τάξη του για τις συμβάσεις τυχερών παιγνίων.
Ένα από αυτά τα διαφορετικά και επιπρόσθετα κριτήρια εκ των ανωτέρω αναφερόμενων που έχουν αναλυθεί και προταθεί από τη νομική θεωρία αποτελεί η εξέταση σχετικά με το αν η υπό κρίση συναλλαγή περιέχει την εξαρχής δημιουργία-πρόκληση του κινδύνου/ρίσκου (ενδογενής δημιουργία ρίσκου - “endogenous risk creation”) ή απλώς τη μεταφορά-μετατόπιση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ενός ήδη υφιστάμενου και ανεξάρτητου από την κατάρτιση της υπό εξέτασης συμβατικής σχέσης των μερών κινδύνου (μεταφερόμενο ρίσκο – “risk transfer”). Με βάση το ως άνω κριτήριο, ως τζόγος θα χαρακτηρίζεται η σύμβαση ανάμεσα σε συμβαλλόμενους, (που μεταξύ και άλλων χαρακτηριστικών της) με αυτήν οι τελευταίοι θα αποκτούν την πιθανότητα για οικονομικό κέρδος ή ζημία συνιστάμενα στο (καθολικά ή εν μέρει) τυχαίο αποτέλεσμα ενός γεγονότος, από το οποίο ωστόσο, εάν εξέλειπε η ίδια η σύμβαση καθαυτή, οι ως άνω συμβαλλόμενοι δεν θα ζημιώνονταν ή αντίστοιχα αποκτούσαν οικονομικό κέρδος. Έτσι για παράδειγμα, δύο πρόσωπα που επιθυμούν να στοιχηματίσουν μεταξύ τους με χρήματα για το εάν θα κερδίσει η ομάδα Α ή η ομάδα Β σε έναν αθλητικό αγώνα, κατ’ αρχάς δεν επηρεάζονται καθόλου οικονομικά από την έκβαση του ως άνω αγώνα (ήτοι, δεν θα έχουν καμία ζημία ή
Σελ. 15
κέρδος, ασχέτως του αποτελέσματος της αθλητικής αναμέτρησης) καθ’ όσο διάστημα δεν υφίσταται/δεν συνάπτεται η σχετική σύμβαση στοιχήματος, αφού η έκβαση του αγώνα ως γεγονός είναι ανεξάρτητη για τα οικονομικά τους συμφέροντα. Αντίθετα αυτό αλλάζει μόνο κατά το χρόνο που καταρτίζεται η εν λόγω σύμβαση στοιχήματος, οπότε και οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι δημιουργούν για τους εαυτούς τους (ενδογενώς) μέσω της σύμβασης αυτής τις πιθανότητες οικονομικού κέρδους ή ζημίας αντίστοιχα, οι οποίες και μέχρι τότε εξέλειπαν. Με βάση το προαναφερθέν κριτήριο, εύλογα συνάγεται ότι η ως άνω περίπτωση σύμβασης σαφώς και πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως τυχερή σύμβαση.
Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο οικονομικός κίνδυνος, προκύπτων και επηρεαζόμενος από μελλοντικό και (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) αβέβαιο γεγονός, προϋπάρχει για κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη, και απλά με τη σύμβαση αυτή επιθυμεί να μετατοπίσει μέρος ή το σύνολο του κινδύνου αυτού στον αντισυμβαλλόμενό του, τότε, με βάση το ως άνω κριτήριο, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί η υπό κρίση σύμβαση ως τζόγος. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν για παράδειγμα να ενταχθούν οι περιπτώσεις των ασφαλιστικών συμβάσεων (παραδείγματος χάριν αποζημίωσης ασφαλισμένου σε περίπτωση πυρκαγιάς) ή και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (future contracts). Και στα δύο προαναφερόμενα είδη συμβάσεων, ο κίνδυνος για έναν εκ των συμβαλλομένων κάθε περίπτωσης προϋπάρχει της κατάρτισης της σύμβασης και το πιθανό αβέβαιο αποτέλεσμα το οποίο περιελήφθη στη σύμβαση θα επηρέαζε οικονομικά τον τελευταίο ακόμα κι αν εξέλειπε η κατάρτιση της σύμβασης καθαυτής (καθώς εάν επέλθει ο κίνδυνος της πυρκαγιάς στην πρώτη περίπτωση θα απομειωθεί η περιουσία του ιδιοκτήτη αυτής, ενώ και στη δεύτερη περίπτωση ο αγοραστής υπέχει τον κίνδυνο να αυξηθούν τόσο οι τιμές στο μελλοντικό χρόνο που επιθυμεί να αγοράσει το προϊόν, ώστε να μην μπορεί ο ίδιος να προβεί τότε στην αγορά). Και στις δύο ενδεικτικά αναφερόμενες αυτές περιπτώσεις, αυτό που επιτυγχάνεται μέσω της σύναψης της σύμβασης είναι ακριβώς η μεταφορά-μετατόπιση του ήδη υπάρχοντος (οικονομικού) κινδύνου, πηγάζοντος από
Σελ. 16
μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο, και άρα ο κίνδυνος αυτός -σε αντίθεση με την προαναφερόμενη περίπτωση του αθλητικού αγώνα- είναι κατ’ αρχάς εξωγενής, αυθύπαρκτος και ανεξάρτητος της σχετικής σύμβασης των μερών.
Και το ανωτέρω όμως αναλυθέν κριτήριο δεν φαίνεται να είναι πάντα επαρκές και κατάλληλο για να αποσαφηνίσει πότε μια σύμβαση αποτελεί σύμβαση τυχερού παιγνίου και πότε όχι. Έτσι, με το ως άνω κριτήριο η αγοραπωλησιά μετοχών και ομολόγων στο χρηματιστήριο θα πληρούσε κατ’αρχάς τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως τζόγος, καθιστάμενης επομένως απαραίτητης της σχετικής νομοθετικής διευκρίνησης από τον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη ως προς την περίπτωση αυτή, ενώ επίσης και στην περίπτωση των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης που αναφέρθηκαν παραπάνω, πολύ συχνά οι συμβαλλόμενοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το προϊόν καθαυτό που αγοράζουν/πωλούν, αλλά απλά για την αυξομείωση της τιμής του σε σχέση με την τιμή που συμφώνησαν μεταξύ τους, προκειμένου να κερδοφορήσουν από τη διαφορά.
Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανής η εγγενής δυσκολία των εννόμων τάξεων να προβούν στην εφαρμογή ενός καθολικού, ασφαλούς και αδιαμφισβήτητου κριτηρίου-μεθοδολογίας με την οποία να ορίζεται τι συνιστά ενασχόληση με το τζόγο και τι όχι, με αποτέλεσμα σχεδόν ποτέ και σε καμία χώρα να μην μπορεί να παραλειφθεί από τον αντίστοιχο νομοθέτη η περιπτωσιολογική αναφορά διαφόρων επιμέρους μορφών συναλλαγών ως χαρακτηριζόμενων ρητώς ως τυχερών παιγνίων/τζόγου ή αντίθετα ως ρητώς εξαιρούμενων από αυτές.
Σελ. 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ,
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΤΑΞΕΩΝ
Α) Εισαγωγικά
Οι τυχερές συμβάσεις και τζόγος εν γένει ως φαινόμενο με τις νομικές ιδιαιτερότητες και προβληματισμούς που τον ακολουθούν, δεν είναι αποκλειστικότητα μόνο κάποιων μεμονωμένων κοινωνιών. Αντίθετα, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι ένδικες υποθέσεις που άπτονται ιδιωτικών-αστικών διαφορών που πηγάζουν ή σχετίζονται ουσιωδώς με τις συμβάσεις στοιχηματισμού και τυχερών παιγνίων, δεν λείπουν σχεδόν από καμία έννομη τάξη, ακόμη δε και από χώρες των οποίων το νομικό σύστημα είναι ιδιαίτερα αυστηρό ως προς το εν λόγω θέμα, απαγορεύοντας σχεδόν ολοκληρωτικά το τζόγο. Τουναντίον, τα διάφορα εθνικά δικαστήρια ανά την υφήλιο βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωπα με τέτοιες διαφορές, αρκετές μάλιστα εκ των οποίων είναι συχνά ιδιαίτερα πολύπλοκες, ιδίως μετά και την εμφάνιση του διαδικτυακού τζόγου, με αποτέλεσμα στις εν λόγω διαφορές η εφαρμογή των οικείων πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου να κρίνεται ως κάτι παραπάνω από δυσχερής. Όλη αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την ποικιλότητα και ετερότητα της επιλογής που ακολουθεί ως προς τον τζόγο γενικά η κάθε επιμέρους έννομη τάξη ανά τον κόσμο, έχει συμβάλλει στη δημιουργία ενός πλούσιου “μωσαϊκού”, αποτελούμενο από ξεχωριστές μεταξύ τους νομολογιακές και θεωρητικές προσεγγίσεις και θέσεις, καθώς επίσης και από διαφορετικές νομοθετικές προβλέψεις, οι οποίες, όλες μαζί, όχι μόνο συγκρίνονται (σε θεωρητικό επίπεδο) μεταξύ τους, αλλά πολλώ δε μάλλον, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και αλληλοχαρακτηρίζονται, με αποτέλεσμα έτσι για παράδειγμα, πολύ συχνά τα δικαστήρια κάποιες έννομης τάξης να καλούνται να κρίνουν ως προς τη νομιμότητα σύμβασης τυχερών παιγνίων η οποία μπορεί να συνήφθη στο εξωτερικό ή να διέπεται από δίκαιο άλλης χώρας.
Στην παρούσα ενότητα θα εξεταστούν ενδεικτικά διάφορες νομικές προσεγγίσεις και ρυθμίσεις επιμέρους κρατών σχετικά με την αντιμετώπιση τυχερών συμβάσεων και των εννόμων αποτελεσμάτων που πηγάζουν εξ αυτών, υπό το πρίσμα ωστόσο του εν ευρεία εννοία (lato sensu) ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και δη των ζητημάτων εφαρμοστέου δικαίου, διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης και εκτέλεσης (αλλοδαπών) αποφάσεων, τα οποία και αποτελούν ειδικότερα το θέμα του παρόντος έργου.
Σελ. 18
Β) Προκατανόηση επιμέρους θεμάτων – οι ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας των σχετικών διαφορών στην πράξη
Για να μπορέσει να γίνει αντιληπτή σε όλο της το φάσμα και την έκταση η ανάλυση των επιμέρους ζητημάτων που θα εκτεθούν στην παρούσα θεματική, θα πρέπει να λάβουν χώρα πρώτα ορισμένες επισημάνσεις ως προς τις ειδικότερες περιστάσεις οι οποίες αποτελούν τις συνηθέστερες αιτίες δημιουργίας των διαφορών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σχετικά με τις τυχερές συμβάσεις. Κατ’ αρχάς, αναμενόμενο είναι ότι μία πολύ μεγάλη μερίδα εξ αυτών των διαφορών πηγάζουν εκ της ίδιας της παράλειψης κάποιου εκ των συμβαλλομένων να τηρήσει την κύρια παροχή του ως προς αυτή καθαυτή τη σύμβαση τυχερού παιγνίου, και ειδικότερα αφενός ως προς τον επαγγελματία/διοργανωτή του τυχερού παιγνίου να αποδώσει τα κέρδη στον αντισυμβαλλόμενό του σε περίπτωση νίκης του τελευταίου, αφετέρου η παράλειψη του τελευταίου να αποδώσει το ποσό που αντιστοιχεί στη δική του συμμετοχή στο εν λόγω τυχερό παίγνιο, προκειμένου να δύναται να λάβει μέρος σε αυτό. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι και αυτή που εμφανίζει τις περισσότερες παραλλαγές αλλά και νομικές ιδιαιτερότητες. Κι αυτό διότι συνηθέστερα, η δημιουργία μίας τέτοιας οφειλής από τον παίκτη προς τον πάροχο/επαγγελματία που παρέχει το εν λόγω παιχνίδι ή στοίχημα, μπορεί να συμβεί μόνο εάν ο τελευταίος παρέχει πίστωση στον πρώτο, κατά την έννοια ότι του επιτρέπει να συμμετέχει στο παιχνίδι, ακόμα και χωρίς την καταβολή του σχετικού αντιτίμου που απαιτείται κανονικά, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δημιουργείται ενοχική απαίτηση υπέρ του επαγγελματία για είσπραξη του εν λόγω ποσού σε μελλοντικό χρόνο από τον συμμετέχοντα-αντισυμβαλλόμενό του παίκτη. Έτσι, με βάση την υποκείμενη μεταξύ τους σχέση, εάν ο παίκτης κερδίσει, ο επαγγελματίας/πάροχος υποχρεούται να αποδώσει στον πρώτο όλο το ποσό του κέρδους, αλλά ταυτόχρονα ο παίκτης έχει οφειλή προς τον αντισυμβαλλόμενό του ίση με την αξία του κόστους της συμμετοχής του στο παιχνίδι, ανεξαρτήτως της έκβασης και του αποτελέσματος του παιχνιδιού ή στοιχήματος αυτού. Συχνή στην πράξη παραλλαγή της ανωτέρω περίπτωσης είναι και η τριμερής σχέση, κατά την οποία ο πάροχος/επαγγελματίας του παιχνιδιού λαμβάνει κανονικά το κόστος της συμμετοχής του παίκτη από τον τελευταίο, το οποίο ωστόσο ο παίκτης κατέβαλε όχι εξ ιδίων ποσών, αλλά κατόπιν δανειακής σύμβασης που σύναψε με τρίτο άτομο, ακριβώς για το σκοπό αυτό, ήτοι για να μπορέσει να στοιχηματίσει στα τυχερά παίγνια που παρέχει ο εν λόγω επαγγελματίας. Στην ουσία, και σε αυτή την περίπτωση δημιουργείται πάλι σχέση πίστωσης, με τη διαφορά ότι αυτός ο οποίος την παρέχει (και αντίστοιχα φέρει και το ενοχικό δικαίωμα είσπραξης της οφειλής) είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ίδιο το διοργανωτή του παιγνίου. Η τακτική εξάλλου αυτή είναι πολύ δημοφιλής ιδίως σε τουριστικές περιοχές που στηρίζουν μεγάλο μέρος της οικονομίας τους στον τζόγο, και στις οποίες πολλές επιχειρήσεις καζίνο ή και τρίτοι ιδιώτες, προκειμένου να εκμεταλλευτούν την έξη των παικτών για περισσότερα κέρδη και αντιστοίχως για μεγαλύτερη συμμετοχή στα παιχνίδια αυτά, δανείζουν χρήματα στους τελευταίους, έναντι συνήθως αφενός υψηλού τόκου (από τον οποίο και περιμέ-
Σελ. 19
νουν να κερδοφορήσουν), αφετέρου εξασφαλίσεων. Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις συμβάσεων, ενέχουσες αμφότερες το στοιχείο της πίστωσης/δανεισμού με σκοπό το στοιχηματισμό, ασχέτως του προσώπου που τελικά θα συμβληθεί σχετικώς (ως δανειστής) με τον παίκτη, ανακύπτει η ιδιαιτερότητα ότι συνήθως οι ρυθμίσεις και τα έννομα αποτελέσματα που προβλέπει η εκάστοτε έννομη τάξη για τις συμβάσεις τυχερών παιγνίων καθαυτών, θα ισχύουν και για τις (συνδεόμενες με αυτές) εν λόγω συμβάσεις. Ως εκ τούτου, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εάν η σύμβαση τυχερού παιγνίου είναι άκυρη (ως αντίθετη για παράδειγμα στη δημόσια τάξη της χώρας) ή παράγουσα απλώς ατελή ενοχή (κατά την έννοια ότι δεν είναι δικαστικά επιδιώξιμες οι ενοχές που πηγάζουν εξ αυτής) τότε αντίστοιχα το ίδιο θα συμβαίνει και για τις παρεμφερείς αυτές δανειακές συμβάσεις, δυνάμει των οποίων έλαβε χώρα η συμμετοχή του παίκτη στο τυχερό παίγνιο. Οι ανωτέρω περιπτώσεις είναι και αυτές στα πλαίσια των οποίων ανακύπτουν πάρα πολύ συχνά αντιδικίες, με τους δανειστές ανά τον κόσμο να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη προκειμένου να εισπράξουν τα οφειλόμενα ποσά και αντίστοιχα οι οφειλέτες να προβάλλουν τις σχετιζόμενες με τις τυχερές συμβάσεις ενστάσεις, προς απόρριψη των αγωγικών ισχυρισμών του αντιδίκου τους.
Τα εν λόγω μάλιστα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με συμβάσεις δανείου με σκοπό τη συμμετοχή στα τυχερά παίγνια, δεν αποτελούν χαρακτηριστικό μόνο του επίγειου τζόγου, αλλά έχουν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στο διαδικτυακό (on-line) τζόγο, με το δανεισμό για τον παίκτη σε αυτές τις περιπτώσεις να καθίσταται δυνατό συνήθως μέσω της χρήσης πιστωτικών καρτών. Στην υπόθεση Providian National Bank v.
Σελ. 20
Haines (1998), η ενάγουσα τράπεζα άσκησε αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων της Καλιφόρνια στην εναγόμενη πελάτισσά της, για δανειακή οφειλή ύψους 70.000 δολαρίων, την οποία η τελευταία είχε δημιουργήσει μέσω της χρήσης πιστωτικών καρτών, χρησιμοποιώντας τα χρήματα αυτά για να τζογάρει σε στοιχηματικές ιστοσελίδες. Η εναγόμενη, μόνιμη κάτοικος της Καλιφόρνια -πολιτεία στην οποία ο τζόγος είναι νομικά απαγορευμένος, με τις συμβάσεις που σχετίζονται με αυτόν να θεωρούνται άκυρες (βλ. αναλυτικότερα επί αυτού στη συνέχεια)- στοιχημάτιζε από τον τόπο κατοικίας της στα τυχερά παιχνίδια που προσέφεραν οι εν λόγω ιστοσελίδες, αγνοώντας ως καταναλωτής ότι και αυτή η (διαδικτυακή) μορφή τζόγου ήταν επίσης άκυρη, ως αντίθετη στη σχετική νομοθεσία της Καλιφόρνια. Επί της ως άνω αγωγής, η εναγόμενη άσκησε ανταγωγή (cross complaint) ενάγοντας, εκτός από την αντίδικό της τράπεζα, και τις δύο εταιρείες που παρείχαν τις υπηρεσίες χρήσης πιστωτικών καρτών. Η εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι όλες οι ως άνω εταιρείες, παρότι γνώριζαν ότι και ο διαδικτυακός τζόγος στην Καλιφόρνια ήταν απαγορευμένος, εντούτοις συνεργάζονταν με τις εταιρείες που διαχειρίζονταν τις εν λόγω στοιχηματικές ιστοσελίδες, με τις εταιρείες μάλιστα που παρείχαν τις υπηρεσίες πιστωτικών καρτών να διαφημίζονται (μέσω της τοποθέτησης των εμπορικών τους σημάτων) στις ιστοσελίδες αυτές και εισπράττοντας προμήθεια 2-5% για κάθε μία συναλλαγή μεταφοράς ποσών. Η εναγόμενη ανέφερε ότι αφ’ ης στιγμής οι ίδιες οι συμβάσεις τυχερών παιγνίων που σύναψε ήσαν άκυρες, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τις δανειακές συμβάσεις οι οποίες καταρτίστηκαν (μέσω της χρήσης πιστωτικών καρτών) ακριβώς για αυτό το σκοπό, ζητώντας από το δικαστήριο, εκτός από το να αναγνωριστεί ότι δεν την βάρυνε καμία οφειλή απέναντι στην ενάγουσα τράπεζα, έτι περαιτέρω, να της δοθεί αποζημίωση για την παράνομη συμπεριφορά των εταιρειών αυτών εναντίον της. Άξιο προσοχής μάλιστα είναι ότι επί της ως άνω υπόθεσης δεν εκδόθηκε ποτέ δικαστική απόφαση, διότι τα μέρη ήρθαν σε συμβιβασμό, με την ενάγουσα τράπεζα να συμφωνεί να παραιτηθεί από κάθε της αξίωση, και με την ίδια αλλά και πολλές άλλες αμερικανικές τράπεζες στη συνέχεια να απαγορεύουν ρητά ή να περιορίζουν τη χρήση πιστωτικών καρτών πελατών τους σε στοιχηματικές ιστοσελίδες.
Πέρα όμως από τις ανωτέρω διαφορές σχετιζόμενες με τις (ενδοσυμβατικές) σχέσεις πίστωσης, έντονη νομολογιακή παρουσία υπάρχει και για υποθέσεις τυχερών παιγνίων όπου η προβαλλόμενη νομική βάση του ενάγοντος (κατά κανόνα, παίκτη) είναι εξωσυματική και δη η αδικοπραξία.