ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΆΛΛΕΣ ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
- Έκδοση: 2022
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 152
- ISBN: 978-960-654-698-3
- ISBN: 978-960-654-698-3
Το βιβλίο «Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» αποτελεί συστηματική μελέτη των άρθρων 137Α - 137Γ ΠΚ μέσω της κριτικής επισκόπησης των σχετικών ευρωπαϊκών και διεθνών νομοθετημάτων, όπως η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων και η αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων.
Στο έργο εξετάζονται οι αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και ανιχνεύονται κρίσιμες νομολογιακές και θεωρητικές προβληματικές, όπως:
• η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας των βασανιστηρίων και η εξεύρεση του αυθεντικού ορισμού τους
• η ιστορική αναδρομή των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην Ελλάδα καθώς και η απαγόρευση τους στο Σύνταγμα και τον ΠΚ
• τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων
• η επισκόπηση της ελληνικής νομολογίας και της νομολογίας του ΕΔΔΑ για τα βασανιστήρια και τις άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
• η ειδική προβληματική των λόγων άρσης του αδίκου των σχετικών εγκλημάτων
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε δικηγόρους, δικαστές, Εισαγγελείς, νομικούς και φοιτητές που ενδιαφέρονται για το ποινικό δίκαιο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ IX
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ XΙ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ XVII
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
ΜΕΡΟΣ Α
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
ΠΡΟΣΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
Ι. Ιστορική αναδρομή των διατάξεων για τα βασανιστήρια και
τις άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 5
ΙΙ. Η απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο ελληνικό Σύνταγμα και
στον ελληνικό ΠΚ 20
ΙΙΙ. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό 25
ΜΕΡΟΣ Β
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 137Α-137Γ ΠΚ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
Ι. Υποκείμενο τέλεσης του εγκλήματος του άρθρου 137Α παρ. 1 ΠΚ 35
ΙΙ. Αντικείμενο των εγκλημάτων του άρθρου 137Α παρ. 1 ΠΚ 38
IΙΙ. Ορισμός των βασανιστηρίων του άρθρου 137Α παρ. 6 ΠΚ 39
IV. Άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
του άρθρου 137Α παρ. 4 ΠΚ 48
V. Άρθρο 137Α παρ. 6 εδ. β’ ΠΚ 52
VI.Διακεκριμενες περιπτωσεις βασανιστηριων του άρθρου 187Β ΠΚ 54
VII. Υποκείμενικη υπόσταση των εγκλημάτων 69
VIII. Απόπειρα 74
ΙΧ. Συμμετοχή 77
Χ. Συρροή 81
ΧΙ. Παρεπόμενες ποινές του άρθρου 137Γ ΠΚ 83
ΧΙΙ. Η προβληματική των λόγων άρσης του άδικου στα βασανιστήρια
και στις αλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 86
ΧΙΙΙ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ για τα εγκλήματα των βασανιστήριων
και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας 91
ΜΕΡΟΣ Γ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 137Α-137Γ ΠΚ
I. Κριτική των άρθρων 137Α-137Γ ΠΚ ύπο το πρίσμα του εθνικού,
διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και προτάσεις τροποποίησης
των προβληματικών τους σημείων 99
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 107
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 111
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 127
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 131
Σελ. 1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά την άποψή μας, το παρόν πόνημα αποτελεί αναντίλεκτα ασφαλώς μια αρκετά εκτεταμένη και ενδελεχή δογματική ανάλυση των θεμελιώδους σημασίας νομοθετικών διατάξεων των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα για τις κομβικής σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Σαφέστατα, το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό και παράλληλα κοινωνικό φαινόμενο των «βασανιστηρίων υπό την ευρεία έννοια» λοιπόν τυποποιείται ποινικά στις συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
Οι συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις λοιπόν ρυθμίζουν σε κάθε περίπτωση ασφαλώς όλα τα καίριας σημασίας ζητήματα που σχετίζονται με τα πάρα πολύ σημαντικά εγκλήματα των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Κατά την άποψή μας, ο τελευταίος συγκεκριμένος εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικός όρος σε κάθε περίπτωση ενέχει αναντίλεκτα μια πάρα πολύ σημαντική «εγγενή αοριστία» και συνακόλουθα μια αντισυνταγματικότητα, η οποία δεν καθίσταται καθοιονδήποτε τρόπο εφικτό να παραβλεφθεί.
Παράλληλα, φρονούμε ότι συγκεκριμένος νομικός όρος χρήζει ασφαλώς μιας πάρα πολύ σημαντικής εξειδίκευσης και μιας αντίστοιχης περαιτέρω οριοθέτησης, όπως βέβαια θα αναδειχθεί ενδελεχώς και εκτενώς στη συνέχεια και στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Αναντίλεκτα, τα συγκεκριμένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας εγκλήματα βρίσκονται σαφέστατα πάντοτε σε έναν καθόλα άμεσο, αλλά και «άρρηκτο» συσχετισμό με την αντίστοιχη θεμελιώδους σημασίας διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Συντάγματος.
Παράλληλα, τα εγκλήματα αυτά σχετίζονται σε έναν τεράστιο βαθμό και με τα αντίστοιχα κυρωθέντα από την Ελλάδα διεθνή νομοθετικά κείμενα, τα οποία σε κάθε περίπτωση απαγορεύουν επί της ουσίας ρητά, κατηγορηματικά, απαρέγκλιτα και απόλυτα αυτού του είδους τις «βάρβαρες», «φρικιαστικές» και ειδεχθείς εγκληματικές δραστηριότητες.
Επιπλέον, αναπόφευκτα δε θα μπορούσε ασφαλώς σε καμία απολύτως περίπτωση να λείπει επί της ουσίας από το συγκεκριμένο βιβλίο μας η αναζήτηση του θεμελιώδους σημασίας προστατευόμενου εννόμου αγαθού από τις επίμαχες εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού
Σελ. 2
Ποινικού Κώδικα, όπως αυτός βέβαια υφίσταται μετά και από τις νομοθετικές τροποποιήσεις του πάρα πολύ σημαντικού Ν.4855/2021[2].
Η συγκεκριμένη ενδελεχής και εκτενής αναζήτηση λοιπόν του επίμαχου θεμελιώδους σημασίας προστατευόμενου εννόμου ασφαλώς πάντοτε βρίσκεται επί της ουσίας σε μια καθόλα άμεση και «άρρηκτη» σχέση με μια πάρα πολύ σημαντική κριτική επισκόπηση και δογματική ανάλυση των αντίστοιχων θεωρητικών απόψεων που έχουν ήδη διατυπωθεί στη χώρα μας για αυτό το κομβικής σημασίας νομικό ζήτημα.
Στη συνέχεια, αναντίλεκτα καθοριστικής σημασίας είναι σε κάθε περίπτωση κατά την άποψή μας η εκτεταμένη και ενδελεχής δογματική ανάλυση και κριτική προσέγγιση πρωτίστως των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» σε ορισμένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικά ζητήματα.
Τα συγκεκριμένα κομβικής σημασίας νομικά ζητήματα ασφαλώς άπτονται τόσο της αντικειμενικής υπόστασης, όσο βέβαια και της υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών, σε ό,τι αφορά βέβαια τα υποκείμενα τέλεσης, τους επιμέρους τρόπους τέλεσής τους, την απόπειρα και τη συμμετοχή στο έγκλημα, τη συρροή εγκλημάτων κτλ.
Ειδική μνεία θα γίνει σε κάθε περίπτωση ασφαλώς στο πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο της «μεθόδευσης» σε ό,τι αφορά την «πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη».
Κατά την άποψή μας, το συγκεκριμένο εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας στοιχείο ασφαλώς δημιουργεί επί της ουσίας ορισμένες πάρα πολύ σημαντικές «συγχύσεις», ερμηνευτικές δυσχέρειες και παρερμηνείες στον εκάστοτε ερμηνευτή και εφαρμοστή του ποινικού δικαίου.
Παράλληλα, το συγκεκριμένο κομβικής σημασίας στοιχείο κατά την άποψή μας χρήζει σαφέστατα μια πάρα πολύ σημαντικής νομοθετικής τροποποίησης από τον Έλληνα ποινικό νομοθέτη, για τους ακριβείς λόγους που θα αναλυθούν και θα επεξηγηθούν στη συνέχεια στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Ακόμη, ορισμένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικά ζητήματα στα οποία δε θα ήταν επ’ ουδενί εφικτό και νοητό να μην επικεντρωθούμε στα πλαίσια του παρόντος βιβλίου, είναι σαφέστατα η ρητή, απαρέγκλιτη, απόλυτη και κατηγορηματική απαγόρευση της πιθανής λειτουργίας των θεμελιώδους σημασίας λόγων άρσης του αδίκου της κατάστασης ανάγκης
Σελ. 3
και της προσταγής η οποία υφίστατο στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς της θεμελιώδους σημασίας νομοθετικής διάταξης του άρθρου 137Δ του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, η οποία κατά την άποψή μας πρέπει οπωσδήποτε να επανέλθει άμεσα με μια νομοθετική παρέμβαση, αλλά και η εξέταση του αν υφίσταται εν τέλει επί της ουσίας η οποιαδήποτε δυνατότητα επίκλησης του νομικού ισχυρισμού περί άμυνας ως ενός λόγου δικαιολόγησης των πράξεων αυτών.
Ο συγκεκριμένος θεμελιώδους σημασίας νομικός ισχυρισμός περί της πιθανής συνδρομής ενός λόγου άρσης του αδίκου σε τέτοιες περιπτώσεις, προκαλεί ασφαλώς ορισμένους πάρα πολύ σημαντικούς προβληματισμούς ως προς το αν θα ήταν εν τέλει επί της ουσίας εφικτό και νοητό να προβληθεί από τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό του θεμελιώδους σημασίας εγκλήματος των βασανιστηρίων, έστω και σε εξαιρετικές ή άκρως «οριακές» περιστάσεις, όπως θα αναδειχθεί στα πλαίσια του παρόντος πονήματος.
Το τελευταίο εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικό ζήτημα της προβολής ενός λόγου άρσης του αδίκου ασφαλώς παρουσιάζει σαφέστατα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποκτά μια τεράστια σημασία πρωτίστως σε «οριακές» καταστάσεις λοιπόν, όπως εκείνης ακριβώς της τέλεσης της θεμελιώδους σημασίας αξιόποινης πράξης των βασανιστηρίων ενός τρομοκράτη («terrorist»), ήτοι ενός προσώπου το οποίο τελεί τρομοκρατικές πράξεις ή συμμετέχει στο σχεδιασμό και στη διάπραξή τους.
Ο συγκεκριμένος βασανισμός του εκάστοτε τρομοκράτη («terrorist») τίθεται σαφέστατα ως ένα κομβικής σημασίας ζήτημα λοιπόν, προκειμένου ο ίδιος ασφαλώς από μόνος του να παράσχει ορισμένες εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας πληροφορίες για το που βρίσκεται η βόμβα που τοποθέτησε προηγουμένως σε κάποιο άγνωστο στις διωκτικές αρχές χώρο, και η οποία από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμη επί της ουσίας να εκραγεί, απειλώντας μάλιστα άμεσα και σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό τη ζωή πολλών «ανυποψίαστων», αλλά και «αθώων» ατόμων («ticking bomb scenario»).
Τέλος, θα γίνει ασφαλώς μια ενδελεχής και εκτενέστατη ανάλυση και κριτική επισκόπηση όλων των διακεκριμένων μορφών τέλεσης των εγκλημάτων του άρθρου 137Β ΠΚ, των παρεπόμενων ποινών της θεμελιώδους σημασίας νομοθετικής διάταξης του άρθρου 137Γ του ισχύοντος Ελληνικού Ποινικού, αλλά και όλων των εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομικών ζητημάτων που άπτονται της ευθύνης των ιεραρχικά προϊσταμένων για τις θεμελιώδους σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» εκ μέρους των υφισταμένων τους.
Απώτερος στόχος και σκοπός του παρόντος βιβλίου λοιπόν είναι προφανώς να γίνει μια πάρα πολύ σημαντική κριτική προσέγγιση και δογματική ανάλυση των επίμαχων θεμελιώδους σημασίας νομοθετικών διατάξεων των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, ήτοι μετά και τις νομοθετικές τροποποιήσεις του Ν.4855/2021 στα πλέον καίριας σημασίας σημεία τους, ενώ θα παρουσιαστούν βέβαια και κάποιες αδιαμφισβήτητα κομβικής σημασίας προτάσεις νομοθετικής τροποποίησής τους στα πλαίσια των καταληκτικών συμπερασμάτων μας.
Σελ. 4
Κατά την άποψή μας, οι συγκεκριμένες κομβικής σημασίας προτάσεις νομοθετικής τροποποίησης των επίμαχων θεμελιώδους σημασίας νομοθετικών διατάξεων των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος Ελληνικού Ποινικού Κώδικα ασφαλώς θα οδηγήσουν επί της ουσίας στην ορθότερη αντιμετώπιση και στην πλέον λειτουργική καταπολέμηση αυτού του εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας εγκληματικού και κοινωνικού φαινομένου των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Παράλληλα, θα γίνει ασφαλώς και μια πάρα πολύ σημαντική ανάλυση, αλλά και κριτική επισκόπηση ορισμένων κομβικής σημασίας αποφάσεων της ελληνικής νομολογίας, όπως και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του ανθρώπου κτλ, εις το εξής «ΕΔΔΑ», σε σχέση με το επίμαχο θεμελιώδους σημασίας νομικό και αντίστοιχα κοινωνικό ζήτημα.
Σαφέστατα, μια «εξέχουσα θέση» στο πόνημα αυτό θα έχει ασφαλώς αυτή η συγκεκριμένη ανάλυση και κριτική επισκόπηση της πάρα πολύ σημαντικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»), αναφορικά βέβαια με τις εν λόγω κομβικής σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Σε μια πάρα πολύ σημαντική χρονική περίοδο βαθιάς κοινωνικοοικονομικοπολιτικής κρίσης που βιώνει λοιπόν η χώρα μας, ιδιαίτερα μάλιστα τα τελευταία χρόνια, η αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων ποινικής καταστολής απέναντι στις ατομικές συνταγματικές ελευθερίες και στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι ακόμη πιο πιθανό, εφικτό και νοητό εν τοις πράγμασι να κάνει την «εμφάνισή» της.
Αυτό ακριβώς είναι πάρα πολύ πιθανό να συμβεί γιατί οι πάρα πολύ σημαντικές «αναταραχές» οι οποίες παρουσιάζονται στον κοινωνικό ιστό, δημιουργούν επί της ουσίας την πάρα πολύ κρίσιμη και επιτακτική ανάγκη της ύπαρξης μιας ακόμη πιο έντονης «παρουσίας» της συγκεκριμένης κρατικής ποινικής καταστολής για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, όπως και για τη λειτουργική καταπολέμησή τους.
Το πάρα πολύ μεγάλο «στοίχημα» που τίθεται λοιπόν σε κάθε περίπτωση ενώπιόν μας είναι ασφαλώς το να μη «θυσιαστούν» επί της ουσίας οι θεμελιώδους σημασίας ατομικές συνταγματικές ελευθερίες και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο «βωμό» της ασφάλειας, της τήρησης της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας της επίμαχης κρατικής ποινικής καταστολής.
Όπως άλλωστε ασφαλώς κάποτε πάρα πολύ σοφά και εύστοχα είχε σε κάθε περίπτωση επισημάνει στο μακρινό παρελθόν της παγκόσμιας ιστορίας μας ο Benjamin Franklin (1706 - 1790, Αμερικανός πολιτικός και συγγραφέας), «Όσοι θυσιάζουν στοιχειώδεις ελευθερίες για λίγη ασφάλεια, δεν αξίζουν ούτε ελευθερία ούτε ασφάλεια…».
Σ.Ο., Μάιος 2022
Σελ. 5
ΜΕΡΟΣ Α
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΣΒΟΛΩΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
Ι. Ιστορική αναδρομή των διατάξεων για τα βασανιστήρια και τις άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Καταρχάς, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι το θεμελιώδους σημασίας εγκληματικό και κοινωνικό φαινόμενο των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», αποτελεί σαφέστατα ένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας ζήτημα που υφίσταται αναπόδραστα σε ιστορικό πλαίσιο για αρκετούς αιώνες μέχρι και σήμερα παγκοσμίως.
Τα βασανιστήρια λοιπόν ως μια πάρα πολύ σημαντική, «απεχθής», «φρικιαστική» και βάρβαρη εγκληματική συμπεριφορά του ανθρώπου, είναι αναντίλεκτα μια ιδιαίτερη μέθο
Σελ. 6
Σελ. 7
δος κακοποίησης ενός οποιουδήποτε προσώπου μέσω της αντίστοιχης υποβολής του σε μια πάρα πολύ «ισχυρή» σωματική ή και ψυχική «δοκιμασία», η οποία παρουσιάζει ορισμένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας χαρακτηριστικά.
Η συγκεκριμένη βάρβαρη, «φρικιαστική» και «απεχθής» σωματική ή και ψυχική «δοκιμασία» μάλιστα διενεργείται συνήθως από τον εκάστοτε φυσικό αυτουργό του εγκλήματος, φυσικά έχοντας αναντίλεκτα ως απώτερο στόχο και σκοπό της, τόσο την τιμωρία ή την ψυχική «κατάρρευση» του κάθε θύματος, όσο βέβαια και τον αντίστοιχο εξαναγκασμό του προσώπου αυτού σε μια πράξη ή μια παράλειψη, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος στα πλαίσια της ανά χειρός μελέτης μας.
Αναντίλεκτα, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι η ετυμολογία της ίδιας της πάρα πολύ σημαντικής λέξης των «βασανιστηρίων», στην οποία εν προκειμένω εστιάζουμε πολύ περισσότερο αναπόδραστα τόσο το ενδιαφέρον όσο και την προσοχή μας, προέρχεται επί της ουσίας από την αρχαία λέξη «βάσανος».
Η αρχική σημασία της αρχαίας λέξης «βάσανος» λοιπόν ήταν ασφαλώς ο «εξονυχιστικός έλεγχος», ενώ σε ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο μάλιστα συνδέθηκε επί της ουσίας άμεσα και «άρρηκτα» με την ανάκριση των αιχμάλωτων προσώπων.
Η ανάκριση μάλιστα των εν λόγω αιχμάλωτων προσώπων συνήθως συνοδευόταν και από μια πάρα πολύ σημαντική σωματική ή και ψυχική «ταλαιπωρία» του εκάστοτε προσώπου που αντίστοιχα την υφίστατο σε κάθε περίπτωση.
Αναπόφευκτα, είναι ευρύτερα γνωστό ότι την Ελλάδα την έχει σαφέστατα απασχολήσει το εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας εγκληματικό και κοινωνικό φαινόμενο των βασανιστηρίων
Σελ. 8
και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» πολλάκις στο ιστορικό παρελθόν της σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό, ήδη από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα.
Εντούτοις, φρονούμε ότι το «αποκορύφωμα» της εν λόγω «εμφάνισης» και της αντίστοιχης «επικράτησης» της επίμαχης θεμελιώδους σημασίας εγκληματικής δραστηριότητας των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» στη χώρα μας εντοπίζεται χρονικά στην κρίσιμη επταετία της «Χούντας των Συνταγματαρχών» μεταξύ των κομβικής σημασίας ετών 1967 και 1974.
Δηλαδή, αναντίλεκτα φρονούμε ότι η συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας εγκληματική δραστηριότητα των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» επί της ουσίας «άνθησε» την περίοδο της «επικράτησης» του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών στη χώρα μας.
Στα πλαίσια της «επικράτησης» του εν λόγω δικτατορικού καθεστώτος της επονομαζόμενης ως «Χούντας των Συνταγματαρχών» λοιπόν διενεργήθηκε ασφαλώς και μια ευρύτατη χρησιμοποίηση των εν λόγω παράνομων μεθόδων από το τελευταίο ως μια «γενικευμένη πρακτική επιβολής» εις βάρος των πάσης φύσεως «αντιφρονούντων», ήτοι των προσώπων τα οποία το καθεστώς αυτό έκρινε ότι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του.
Για τα συγκεκριμένα εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας, αλλά παράλληλα και έντονης εγκληματικής φύσεως γεγονότα, υποβλήθηκε ασφαλώς μια πάρα πολύ σημαντική διακρατική προσφυγή εις βάρος του κράτους της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την κατάφωρη παραβίαση της θεμελιώδους σημασίας διάταξης του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εις το εξής «ΕΣΔΑ», η οποία αναντίλεκτα απαγορεύει ρητά, απόλυτα, απαρέγκλιτα και κατηγορηματικά τη διάπραξη πάσης φύσεως αξιόποινων πράξεων βασανιστηρίων, επιβολής ποινών ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν εν προκειμένω τη συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αξίζει εν προκειμένω να επισημανθεί ότι τότε ήταν επί της ουσίας ένα πάρα πολύ σημαντικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Απώτερος στόχος και σκοπός του συγκεκριμένου πάρα πολύ σημαντικού οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν ασφαλώς η διασφάλιση της συμμόρφωσης και η επιβολή της θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).
Η συγκεκριμένη Επιτροπή ιδρύθηκε ασφαλώς στην πόλη του Στρασβούργου του κράτους της Γαλλίας το κομβικής σημασίας έτος 1954 και έδρευε εκεί μέχρι τη διάλυσή της το πάρα πολύ σημαντικό έτος 1998.
Σελ. 9
Το αρχικό σύστημα της εν λόγω θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε ασφαλώς τρία εποπτικά όργανα για την προστασία των πάρα πολύ σημαντικών δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονταν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») και την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία επί της ουσίας αποτελείται ακριβώς από τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών μελών.
Η επίμαχη Επιτροπή ασφαλώς σε κάθε περίπτωση διεξήγαγε δύο τύπους διαδικασιών, την επονομαζόμενη ως «κρατική καταγγελία» και την αντίστοιχη «ατομική καταγγελία».
Στην περίπτωση λοιπόν της «κρατικής καταγγελίας», την οποία υποχρεωτικά πάντοτε ακολουθούσαν τα κράτη μέλη, η διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προηγούνταν της αντίστοιχης δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»).
Η ατομική διαδικασία καταγγελιών λοιπόν, για την οποία τα κράτη μέλη έπρεπε ασφαλώς πρώτα να έχουν αναγνωρίσει την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επιτρεπόταν αποκλειστικά και μόνο στη συγκεκριμένη Επιτροπή και δεν μπορούσε επί της ουσίας να μετατραπεί σε μια αντίστοιχη ατομική διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»).
Αποκλειστικά και μόνο η συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το κράτος μέλος του οποίου ήταν υπήκοος ο εκάστοτε ζημιωθείς, το καταγγέλλον κράτος μέλος, αλλά και το αντίστοιχο εναγόμενο κράτος μέλος είχαν ασφαλώς σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή.
Αν λοιπόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδεχόταν επί της ουσίας μια καταγγελία, διαπίστωνε την τυχόν παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ») και προσπαθούσε εν τέλει να επιτύχει μια «φιλική διευθέτηση της διαφοράς».
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λειτουργούσε ως ένα πάρα πολύ σημαντικό και αναπόσπαστο «φίλτρο» για το θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»). Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν ήταν επί της ουσίας νομικά δεσμευτική, αλλά ήταν σε κάθε περίπτωση απλά μια σύσταση.
Αν δεν μπορούσε λοιπόν να επιτευχθεί εν τέλει επί της ουσίας μια «φιλική συμφωνία», η συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατόπιν της έκδοσης μιας αντίστοιχης γνώμης προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ή ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούσε να προσφύγει στο θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»), εφόσον το εναγόμενο κράτος είχε προηγουμένως αποδεχθεί βέβαια τη δικαιοδοσία του.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») λοιπόν ήταν πάντοτε αποκλειστικά και μόνο νομικά δεσμευτική. Ωστόσο, αξίζει οπωσδήποτε
Σελ. 10
εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι λόγω του ταχύτατα αυξανόμενου αριθμού των καταγγελιών, τα αντίστοιχα όργανα παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ») μεταρρυθμίστηκαν επί της ουσίας με ένα πάρα πολύ σημαντικό Πρόσθετο Πρωτόκολλο, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1998.
Το επίμαχο Πρόσθετο Πρωτόκολλο λοιπόν κατήργησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μετέτρεψε το εν λόγω Δικαστήριο σε μόνιμο, το οποίο μάλιστα έκτοτε έχει σαφέστατα μια αποκλειστική δικαιοδοσία επί των συγκεκριμένων καταγγελιών.
Πάντως, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι οι εκθέσεις και οι αποφάσεις της θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρίσκονται σε τόμους που δημοσιεύθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρώπης με τον τίτλο «Decisions and reports / European Commission of Human Rights - Décisions et rapports / Commission Européenne des Droits de l’Homme», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Επανερχόμενοι λοιπόν εν προκειμένω στη συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας διακρατική προσφυγή που ασκήθηκε εις βάρος της Ελλάδας στη συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση εδώ να αναφερθεί ότι σε ένα πρώτο επίπεδο κρίθηκε μεν ως βάσιμη, ωστόσο δε συζητήθηκε ποτέ επί της ουσίας.
Αναντίλεκτα, ο πάρα πολύ σημαντικός λόγος για τον οποίο ακριβώς αυτό συνέβη είναι ότι το τότε δικτατορικό καθεστώς της επονομαζόμενης ως «Χούντας των Συνταγματαρχών» είχε σε κάθε περίπτωση αποφασίσει ότι επιθυμούσε να αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό λοιπόν, το συγκεκριμένο Συμβούλιο της Ευρώπης είναι ένας διεθνής οργανισμός, στον οποίο συμμετέχουν σήμερα σαρανταεπτά κράτη της Ευρώπης και της ανατολικής περιφέρειάς της. Συμμετέχουν επίσης πέντε κράτη ως Παρατηρητές του Συμβουλίου και τρεις ως Παρατηρητές της Συνέλευσής του.
Ιδρύθηκε στις 5 Μαϊου του κομβικής σημασίας έτους 1949, με την επονομαζόμενη ως «Συνθήκη του Λονδίνου». Η «Συνθήκη του Λονδίνου» λοιπόν ή αλλιώς το επονομαζόμενο ως «Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης», υπεγράφη στην πόλη του Λονδίνου του Ηνωμένου Βασιλείου τη συγκεκριμένη μέρα από δέκα κράτη μέλη, ήτοι το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πολλά άλλα κράτη ακολούθησαν ασφαλώς, ειδικά μετά και από τις δημοκρατικές μεταβάσεις στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά κρίσιμης δεκαετίας του 1990.
Είναι αναντίλεκτα ο παλαιότερος διεθνής οργανισμός, ο οποίος σαφέστατα έχει ως απώτερο στόχο και σκοπό του την ευρωπαϊκή ενοποίηση, δίνοντας παράλληλα μια ιδιαίτερη έμφαση τόσο στα νομικά πρότυπα, όσο και στην προστασία των θεμελιώδους σημασίας ανθρωπίνων
Σελ. 11
δικαιωμάτων, στη δημοκρατική ανάπτυξη και στη ρύθμιση των νομοθεσιών, καθώς και στην πολιτισμική συνεργασία στην Ευρώπη.
Στο Συμβούλιο της Ευρώπης ανήκουν τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, με εξαίρεση το Βατικανό, το Καζακστάν που είναι μια διηπειρωτική χώρα, τη Λευκορωσία η οποία είναι υποψήφιο μέλος και κράτη που έχουν μια περιορισμένη αναγνώριση.
Ο ακριβής λόγος για τον οποίο προέβη στη συγκεκριμένη ενέργεια αποχώρησης λοιπόν από το Συμβούλιο της Ευρώπης το δικτατορικό καθεστώς της επονομαζόμενης ως «Χούντας των Συνταγματαρχών» ήταν επειδή επεδίωκε εν τέλει επί της ουσίας να αποφύγει την καταδίκη του για την «ειδεχθή» και «συστηματική» διενέργεια των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», τα οποία σαφέστατα απαγορεύονται ρητά, απαρέγκλιτα, απόλυτα και κατηγορηματικά.
Πάντως, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να επισημανθεί ότι στα πλαίσια του εικοστού αιώνα, και μάλιστα πριν από το «ξέσπασμα» του «καταστροφικού» Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, είχε καταστεί σε κάθε περίπτωση καθόλα επιτρεπτή η διενέργεια των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων στη Σοβιετική Ένωση του κομβικής σημασίας έτους 1937, αλλά και στη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, δυνάμει του εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας διατάγματος της 12ης Ιουνίου του κομβικής σημασίας έτους 1942.
Ειδικότερα, για τον Αδόλφο Χίτλερ (στα γερμανικά «Adolf Hitler»), αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω περαιτέρω να σημειωθεί ότι γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του κομβικής σημασίας έτους 1889 και «έφυγε από τη ζωή» στις 30 Απριλίου του έτους 1945, αποκαλούμενος μάλιστα με την προσωνυμία «Φύρερ» («Führer»), δηλαδή «ηγέτης».
Ηταν ένας Γερμανός πολιτικός αυστριακής καταγωγής, «ηγέτης» του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος («NSDAP») και «δικτάτορας» της επονομαζόμενης ως «Ναζιστικής Γερμανίας».
Από το έτος 1933 μέχρι και το κομβικής σημασίας έτος 1945 διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας και από το έτος 1934 μέχρι και το έτος 1945 αρχηγός του γερμανικού κράτους, του επονομαζόμενου τότε και ως «Τρίτου Ράιχ».
Ο Αδόλφος Χίτλερ θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ένας από τους μεγαλύτερους και σκληρότερους στρατιωτικούς «ηγέτες» και «δικτάτορες» που έχει γνωρίσει ποτέ η Ιστορία και η ανθρωπότητα εν γένει.
Με την ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, οι εθνικοσοσιαλιστές εγκαθίδρυσαν λοιπόν στη Γερμανία μια εξαιρετικά «πανίσχυρη δικτατορία». Τα πολιτικά κόμματα της Αντιπολίτευσης τότε κηρύχθηκαν επί της ουσίας εκτός νόμου, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ καταδιώκονταν,
Σελ. 12
θανατώνονταν και υπόκεινταν σε «απεχθείς», «ειδεχθείς», «φρικιαστικούς» και άγριους βασανισμούς και «άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Ο περιβόητος «νόμος περί εξουσιοδοτήσεως» του κομβικής σημασίας έτους 1933, έδωσε επί της ουσίας την εξουσία στον Αδόλφο Χίτλερ και στο «Ναζιστικό», ή αλλιώς επονομαζόμενο ως «Εθνικό Σοσιαλιστικό κόμμα», να καταργήσουν εν τέλει το Γερμανικό Σύνταγμα και να εκδίδουν νομοθετικά διατάγματα και νόμους που συνέφεραν μόνο το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, αλλά και προέρχονταν αποκλειστικά και μόνο από την κρατική εξουσία.
Το συνακόλουθο αποτέλεσμα εν προκειμένω λοιπόν ήταν ότι το κράτος της Γερμανίας, κάτω από το συγκεκριμένο ναζιστικό καθεστώς, για δώδεκα ολόκληρα χρόνια ήταν ένα κράτος χωρίς Σύνταγμα και θεσμούς, παρασυρόμενο μάλιστα σε κάθε περίπτωση στο «χάος», στη βία και στην αναρχία, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Λόγοι και ομιλίες που εξυμνούσαν τον Ναζισμό μεταδίδονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ολόκληρη την επικράτεια της Γερμανίας, και έτσι ο Αδόλφος Χίτλερ απέκτησε το καθόλα «διαδεδομένο» προσωνύμιο «Mein Fuhrer».
Παράλληλα δε τεράστιες στρατιωτικές συγκεντρώσεις έγιναν σε κάθε περίπτωση ένα εξαιρετικής σημασίας πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο στη Γερμανία εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, με χιλιάδες μέχρι και εκατομμύρια ανθρώπους να χαιρετούν επί της ουσίας ναζιστικά και να παρακολουθούν με πλήρη «αφοσίωση» την άνοδο ενός νέου ηγέτη («Fuhrer») στην εξουσία.
Η κρατική προπαγάνδα μάλιστα λειτουργούσε σε κάθε περίπτωση με εξαιρετικά «αμείωτους» ρυθμούς εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ το επίσημο σύμβολο της νέας πλέον «Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας» έγινε ασφαλώς η «σβάστικα».
Ο Αδόλφος Χίτλερ και οι «οπαδοί» του εφήρμοσαν ασφαλώς την «ειδεχθή» και «συστηματική» στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών συνταγματικών ατομικών ελευθεριών, μεταξύ άλλων, μέσω και των συστηματικών «μέσων» και «τρόπων» βασανισμού των πολιτικών «αντιφρονούντων» και την «εξόντωση» των Εβραίων πολιτών της Ευρώπης, καθώς και άλλων θρησκευτικών, εθνικών ή κοινωνικών ομάδων, και πυροδότησαν επί της ουσίας το «ξέσπασμα» του εξαιρετικά καταστροφικού για την ανθρωπότητα Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έφερε σαφέστατα ορισμένες ανυπολόγιστες και εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες σε οικουμενικό επίπεδο.
Ως συνακόλουθη «τραγική» συνέπεια λοιπόν αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής της επονομαζόμενης ως «Ναζιστικής Γερμανίας», μόνο στο «ευρωπαϊκό θέατρο» του πολέμου έχασαν δυστυχώς τη ζωή τους τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι, μεταξύ αυτών βέβαια και έξι εκατομμύρια Εβραίοι πολίτες.
Η Γερμανία και η Ευρώπη ως «οικοδομήματα» εν γένει, κατά ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος τους έγιναν δυστυχώς «ερείπια» και «διαιρέθηκαν» κατά τη χρονική διάρκεια του επονομαζόμενου ως «Ψυχρού Πολέμου».
Σελ. 13
Μετά την απόρριψη από την Πολωνία των γερμανικών προτάσεων σχετικά με την «Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ» και τον «Πολωνικό Διάδρομο», ο Αδόλφος Χίτλερ διέταξε εν τέλει επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1939, πυροδοτώντας προφανώς το «ξέσπασμα» του εξαιρετικά καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών λοιπόν, βασισμένων κυρίως στην τακτική του επονομαζόμενου ως «αστραπιαίου πολέμου» («Blitzkrieg»), η ναζιστική Γερμανία έθεσε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Το κομβικής σημασίας έτος 1942 όμως, μετά την αποτυχία στο Ανατολικό Μέτωπο και στη «μάχη του Ελ Αλαμέιν» στη Βόρεια Αφρική, ο συγκεκριμένος «καταστροφικός» πόλεμος έλαβε μια νέα πάρα πολύ σημαντική τροπή, και η έτσι Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ βρέθηκε επί της ουσίας να αμύνεται ενάντια στους «προελαύνοντες Συμμάχους».
Αντιμέτωπος λοιπόν επί της ουσίας με τη διαφαινόμενη ως «ολοκληρωτική ήττα», ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτόνησε εν τέλει στην πόλη του Βερολίνου της Γερμανίας τον Απρίλιο του κομβικής σημασίας έτους 1945, λίγο πριν από την κατάληψη του «υπόγειου καταφυγίου» της Καγκελαρίας από τον επονομαζόμενο ως «Κόκκινο Στρατό». Το «τέλος» του σήμανε επί της ουσίας και το «τέλος» του συγκεκριμένου ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο άφησε τη Γερμανία δυστυχώς σε «ερείπια».
Δυστυχώς, αναντίλεκτα το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ άφησε ανεξίτηλα το «στίγμα» του στη παγκόσμια ιστορία και σε εκατομμύρια ανθρώπους πρωτίστως με τις ιδιαίτερα «απεχθείς», «ειδεχθείς», «φρικιαστικές» και βάρβαρες ενέργειές του σε μια καθόλα «συστηματική» βάση και στα πλαίσια του θεμελιώδους σημασίας εγκληματικού, αλλά και αντίστοιχα κοινωνικού φαινομένου των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Επιπλέον, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι πάρα πολλά, αλλά και αντίστοιχα πάρα πολύ σημαντικά διεθνή νομοθετήματα που περιλαμβάνουν στο γραπτό κείμενό τους απόλυτα, κατηγορηματικά και απαρέγκλιτα την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», έχουν σαφέστατα υιοθετηθεί και έχουν κυρωθεί, μεταξύ άλλων, και από το κράτος της Ελλάδας.
Παράλληλα, εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας εν προκειμένω είναι σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι σύμφωνα με τη θεμελιώδους σημασίας διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 Σ. : «Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας».
Επομένως, αξίζει οπωσδήποτε σε κάθε περίπτωση να αναφερθεί εν προκειμένω ότι τα κομβικής σημασίας διεθνή αυτά νομοθετικά κείμενα, μετά από την κύρωσή τους με νόμο,
Σελ. 14
έχουν οπωσδήποτε ήδη αποκτήσει επί της ουσίας μια υπερνομοθετική ισχύ στη χώρα μας.Κομβικής σημασίας είναι ασφαλώς εν προκειμένω η «Διεθνής Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας»,, η οποία υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1984, τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου του έτους 1987, και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το θεμελιώδους σημασίας Ν.1782/1988.
Επιπλέον, το επονομαζόμενο ως «Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα» («ΔΣΑΠΔ»), το οποίο σε κάθε περίπτωση καταρτίστηκε στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 19 Δεκεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το θεμελιώδους σημασίας Ν. 2462/1997, στην πάρα πολύ σημαντική διάταξη του άρθρου 7 απαγορεύει την υποβολή ενός προσώπου σε βασανιστήρια ή σε ποινές ή στις επονομαζόμενες ως «μεταχειρίσεις εξευτελιστικές, σκληρές ή απάνθρωπες», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραβλεφθεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Παρεμπιπτόντως, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της περίπτωσης ε’ της θεμελιώδους σημασίας διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, φαίνεται ότι οι εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστήριων δεν τυποποιούνται επί της ουσίας εν τέλει ως ένα γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, δηλαδή φαίνεται ότι υποκείμενο τέλεσης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε και δεν αξιώνεται η επίσημη - κρατική ιδιότητα του φυσικού αυτουργού.
Σελ. 15
Ωστόσο, η προσεκτικότερη ανάγνωση της συγκεκριμένης διάταξης καθιστά καθόλα σαφές και διαυγές ότι το κάθε θύμα των βασανιστηρίων πρέπει να τελεί εν τέλει επί της ουσίας «υπό κράτηση» ή «υπό τον έλεγχο» του εκάστοτε φυσικού αυτουργού.
Άρα, εμμέσως συνάγεται εν προκειμένω ότι το υποκείμενο τέλεσης πρέπει να έχει την ιδιότητα του εξουσιάζοντος ή του ελέγχοντος, ενώ και η νομολογία υπήρξε αντιφατική ως προς αυτό το κρίσιμης σημασίας νομικό ζήτημα.
Σημειωτέον, επίσης, ότι συγκριτικά με άλλες εγκληματικές συμπεριφορές τυποποιημένες στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, τα βασανιστήρια διαφοροποιούνται επί της ουσίας ως προς το ότι είναι μεγαλύτερη η ένταση του «προκαλούμενου πόνου».
Ακόμη, η επονομαζόμενη ως «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» («ΕΣΔΑ»), η οποία υπογράφηκε στις 4 Νοεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1950 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ.53/1974, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στη θεμελιώδους σημασίας διάταξη του άρθρου 3 ορίζει ρητά και χαρακτηριστικά ότι: «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς».
Επιπροσθέτως, η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», η οποία υπογράφηκε στην πόλη του Στρασβούργου του κράτους της Γαλλίας στις 26 Νοεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1987 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το θεμελιώδους σημασίας Ν.1949/1991, στη διάταξη του άρθρου 1 προβλέπει τη σύσταση μιας Επιτροπής, η οποία μέσω των επονομαζόμενων ως «επισκέψεων» στα εκάστοτε συμβαλλόμενα κράτη μέλη της, εξετάζει επί της ουσίας τη μεταχείριση των προσώπων που στερούνται την ελευθερία τους, αποσκοπώντας στην προστασία των ανωτέρω προσώπων από τις θεμελιώδους σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και της επονομαζόμενης ως «απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας».
Εν κατακλείδι, φρονούμε ότι ασφαλώς, μεταξύ άλλων, όλα αυτά τα πάρα πολύ σημαντικά διεθνή κείμενα αποτελούν σαφέστατα ένα επαρκές και καθόλα ικανοποιητικό «νομικό οπλοστάσιο» για τη λειτουργική αντιμετώπιση και την αποτελεσματική καταπολέμηση της εν λόγω εγκληματικής δραστηριότητας των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως
Σελ. 16
«άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», παράλληλα βέβαια με την υπάρχουσα θεμελιώδους σημασίας συνταγματική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Σ. και τις εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
Ας προβούμε λοιπόν όμως εν προκειμένω σε μια πολύ πιο εκτεταμένη και ενδελεχή δογματική ανάλυση, αλλά και αντίστοιχη νομική επεξεργασία των πάρα πολύ σημαντικών διεθνών νομικών κειμένων που αφορούν τη ρητή, κατηγορηματική, απόλυτη και απαρέγκλιτη απαγόρευση των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Αναντίλεκτα, φρονούμε ότι δύο πάρα πολύ σημαντικές διατάξεις για την απαγόρευση των βασανιστηρίων σε διεθνές επίπεδο, είναι σαφέστατα εκείνη του άρθρου 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και εκείνη του προαναφερθέντος άρθρου 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Επιπλέον, φρονούμε ότι αναντίλεκτα σε κάθε περίπτωση πάρα πολύ σημαντική τόσο για τη λειτουργική καταπολέμηση, όσο βέβαια και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του θεμελιώδους σημασίας εγκληματικού και κοινωνικού φαινομένου των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», είναι σαφέστατα η «Σύμβαση ενάντια στα Βασανιστήρια και άλλες μορφές Βάναυσης, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας», την οποία κύρωσε επί της ουσίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, μεταξύ άλλων κρατών, και η Ελλάδα, με τον εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας Ν.1782/1988.
Περαιτέρω, αξίζει σε κάθε περίπτωση οπωσδήποτε να επισημανθεί ότι στις 9 Ιανουαρίου του κομβικής σημασίας έτους 2003, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών δημοσίευσε επί της ουσίας το επονομαζόμενο ως «Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ενάντια στα Βασανιστήρια και άλλες μορφές Βάναυσης, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας», το οποίο υιοθετήθηκε με το θεμελιώδους σημασίας Ψήφισμα 57/199 της 18ης Δεκεμβρίου του έτους 2002, το οποίο μάλιστα κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας Ν.4228/2014.
Σελ. 17
Σαφέστατα, όργανο της συγκεκριμένης θεμελιώδους σημασίας Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είναι η επονομαζόμενη ως «Επιτροπή εναντίον των Βασανιστηρίων», στην οποία σε κάθε περίπτωση υποχρεούνται όλα τα κράτη που την έχουν κυρώσει να υποβάλλουν αναφορές, σε σχέση πάντοτε βέβαια με την εφαρμογή των αρχών της, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Επιπροσθέτως, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι παρόλο που η εν λόγω «Επιτροπή εναντίον των Βασανιστηρίων» δε διαθέτει επί της ουσίας οποιαδήποτε δυνατότητα επιβολής των οποιωνδήποτε αποφάσεών της, εντούτοις επηρεάζει σε έναν πάρα πολύ σημαντικό και εποικοδομητικό βαθμό τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»), ενώ μάλιστα μη εξαιρετέο είναι σε κάθε περίπτωση και το εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας γεγονός ότι η συγκεκριμένη Επιτροπή δέχεται αναφορές από κράτη ολόκληρου του κόσμου.
Επίσης, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να τονιστεί ότι δυνάμει του προαναφερθέντος Προαιρετικού Πρωτοκόλλου προβλέπεται μάλιστα η σύσταση μιας Υποεπιτροπής για την πρόληψη των θεμελιώδους σημασίας εγκλημάτων των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Παράλληλα δε το Πρωτόκολλο αυτό προβλέπει τη δημιουργία ή τη διατήρηση, σε εθνικό επίπεδο από τα εκάστοτε συμβαλλόμενα κράτη «οργάνων επισκέψεων» για την πρόληψη των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Προφανώς, φρονούμε ότι η πλέον σημαντική διάταξη αναφορικά με τη λειτουργική καταπολέμηση, αλλά και την αντίστοιχη αποτελεσματική αντιμετώπιση του θεμελιώδους σημασίας εγκληματικού και κοινωνικού φαινομένου των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», είναι σε κάθε περίπτωση ασφαλώς εκείνη του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»), για την οποία έχει ήδη γίνει λόγος στα πλαίσια της παρούσας υποενότητας της μελέτης μας.
Μεταγενέστερα, αξίζει οπωσδήποτε ασφαλώς να υπενθυμιστεί ότι υπογράφτηκε στην πόλη του Στρασβούργου του κράτους της Γαλλίας το κομβικής σημασίας έτος 1987 από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, η επονομαζόμενη ως «Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης
Σελ. 18
ή Τιμωρίας», στην οποία προστέθηκαν στη συνέχεια δύο πάρα πολύ σημαντικά κατά την άποψή μας Πρωτόκολλα. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μεταξύ άλλων κρατών, και από τη χώρα μας, με το θεμελιώδους σημασίας Ν.1949/1991.
Ασφαλώς, το πάρα πολύ σημαντικό όργανο της συγκεκριμένης θεμελιώδους σημασίας Σύμβασης είναι η επονομαζόμενη ως «Επιτροπή Πρόληψης των Βασανιστηρίων (Committee for the Prevention of Torture – CPT)», της οποίας η λειτουργία ξεκίνησε το κομβικής σημασίας έτος 1989.
Απώτερος στόχος και σκοπός της Επιτροπής αυτής είναι ασφαλώς η πρόληψη της διάπραξης των θεμελιώδους σημασίας αξιόποινων πράξεων των βασανιστηρίων από τα εκάστοτε κρατικά όργανα εξουσίας των συμβαλλόμενων μερών, με την αξιοποίηση βέβαια πάντοτε περισσότερο ερευνητικών και συμβουλευτικών αρμοδιοτήτων.
Η αξιοποίηση των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων ασφαλώς λαμβάνει χώρα χωρίς να υφίσταται πάντως οποιαδήποτε δυνατότητα επιβολής κανόνων ή πάσης φύσεως «κυρώσεων» σε ένα οποιοδήποτε κράτος, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Η εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας αποστολή της εν λόγω «Επιτροπή Πρόληψης των Βασανιστηρίων (Committee for the Prevention of Torture – CPT)» είναι ασφαλώς σε κάθε περίπτωση η ανεύρεση των πραγματικών περιστατικών και η αξιολόγηση και η τεκμηρίωσή τους, η οποία πολλές φορές φαίνεται μάλιστα να έχει έναν καθοδηγητικό ρόλο για το θεμελιώδους σημασίας Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ»).
Η συγκεκριμένη θεμελιώδους σημασίας «Επιτροπή Πρόληψης των Βασανιστηρίων (Committee for the Prevention of Torture – CPT)» μάλιστα πολλές φορές παρέχει πάρα πολύ σημαντικό αποδεικτικό υλικό για τις πιθανές παραβιάσεις του προαναφερθέντος θεμελιώδους σημασίας άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).
Επίσης, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να σημειωθεί ότι εξίσου πάρα πολύ σημαντική για την αποτελεσματική καταπολέμηση, αλλά και την αντίστοιχη λειτουργική αντιμετώπιση του εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας εγκληματικού και κοινωνικού φαινομένου των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», είναι σε κάθε περίπτωση η θεμελιώδους σημασίας διάταξη του άρθρου 37 της Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Σελ. 19
Αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να σημειωθεί ότι η επονομαζόμενη ως «Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού» υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου του κομβικής σημασίας έτους 1989.
Μέχρι και σήμερα έχει επικυρωθεί από εκατόν ενενήντα τρία κράτη, με την Ελλάδα να την έχει κυρώσει στις 3 Δεκεμβρίου του έτους 1992 με το θεμελιώδους σημασίας Ν.2101/1992.
Η συγκεκριμένη Σύμβαση αποτελεί σαφέστατα μια «Διεθνή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», η οποία σε κάθε περίπτωση ορίζει πως όλα τα παιδιά γεννιούνται με βασικές ελευθερίες και δικαιώματα.
Μια τέτοια Συνθήκη αποτελεί σαφέστατα μια συμφωνία μεταξύ των κρατών, όπου όλοι επί της ουσίας συμφωνούν να υπακούουν στον ίδιο ακριβώς νόμο. Η επίμαχη Σύμβαση μάλιστα καθορίζει το αντίστοιχο εύρος των δικαιωμάτων, τα οποία οφείλουν να απολαμβάνουν πάντοτε τα παιδιά οπουδήποτε, χωρίς καμία απολύτως διάκριση.
Η συγκεκριμένη Σύμβαση θέτει μάλιστα τις πλέον βασικές προϋποθέσεις για την ευημερία των παιδιών στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους και είναι σαφέστατα ο πρώτος παγκόσμιος, νομικά δεσμευτικός, κώδικας δικαιωμάτων των παιδιών στην ιστορία.
Ακόμη, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση όλα τα σύγχρονα ελληνικά Συντάγματα μέχρι και σήμερα απαγορεύουν επί της ουσίας ρητά, κατηγορηματικά, απόλυτα και απαρέγκλιτα τη θεμελιώδους σημασίας εγκληματική συμπεριφορά των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό λοιπόν, η θεμελιώδους σημασίας σύγχρονη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Συντάγματος απαγορεύει ρητά, κατηγορηματικά, απόλυτα και απαρέγκλιτα τις κομβικής σημασίας αξιόποινες πράξεις των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Σελ. 20
Παράλληλα δε αποτελεί αναντίλεκτα και μια ειδικότερη «έκφανση» της θεμελιώδους σημασίας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος σήμερα Ελληνικού Συντάγματος, η οποία σε κάθε περίπτωση κατοχυρώνει την «αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου».
Περαιτέρω δε αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω να υπενθυμιστεί ότι τα συγκεκριμένα κομβικής σημασίας ποινικά αδικήματα τυποποιούνται στον ισχύοντα σήμερα Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, στις θεμελιώδους σημασίας νομοθετικές διατάξεις των άρθρων 137Α μέχρι και 137Γ, οι οποίες σε κάθε περίπτωση θα εξειδικευτούν και θα αναλυθούν κατωτέρω, στην οικεία ενότητα του παρόντος βιβλίου.
Τέλος, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι μετά και από την επίμαχη πάρα πολύ σημαντική ιστορική αναδρομή που ήδη διενεργήθηκε αναφορικά με τη θεμελιώδους σημασίας εγκληματική συμπεριφορά των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», θα ήταν κατά την άποψή μας σε κάθε περίπτωση καθόλα θεμιτό, εύλογο και ευκταίο να προβούμε, σε ένα πρώτο επίπεδο ασφαλώς, σε μια αρκετά συνοπτική, αλλά παράλληλα και περιεκτική δογματική ανάλυση και κριτική προσέγγιση της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και των επονομαζόμενων ως «άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» στο ισχύον σήμερα Ελληνικό Σύνταγμα και στον ισχύοντα σήμερα Ελληνικό Ποινικό Κώδικα.
ΙΙ. Η απαγόρευση των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο ελληνικό Σύνταγμα και στον ελληνικό ΠΚ
Καταρχάς, αξίζει οπωσδήποτε εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση να επισημανθεί ότι κατά την άποψή μας δυστυχώς η προαναφερθείσα «τραγική», «φρικιαστική και «βάρβαρη» χρονική περίοδος της «εμφάνισης» και της αντίστοιχης «επικράτησης» της επονομαζόμενης ως «Επταετίας της Χούντας των Συνταγματαρχών», ήτοι μεταξύ των κομβικής σημασίας για την ελληνική ιστορία ετών 1967 και 1974, σαφέστατα άφησε αδιαμφισβήτητα σε έναν πάρα πολύ σημαντικό βαθμό «ανεξίτηλα» και ασφαλώς πάρα πολύ αρνητικά το «στίγμα» της στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, γεγονός το οποίο επ’ ουδενί δε θα έπρεπε να παραγνωριστεί ως μέγεθος από την ανάλυσή μας στα πλαίσια της παρούσας μελέτης μας.
Η επονομαζόμενη ως «Χούντα των Συνταγματαρχών» λοιπόν, κατά τη χρονική διάρκεια της επίμαχης επταετίας μεταξύ των κομβικής σημασίας ετών 1967 και 1974, οργανωμένα και συστηματικά σε κάθε περίπτωση προέβαινε σε μια συνεχή και «αδιάκοπη» εφαρμογή ορισμένων αρκετά «ακραίων» μεθόδων βασανιστηρίων για την «εξόντωση» των εκάστοτε «αντιφρονούντων», ήτοι επί της ουσίας όλων των πολιτικών της αντιπάλων.