ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ
29ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου
- Έκδοση: 2021
- Σχήμα: 17x24
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 472
- ISBN: 978-960-654-302-9
- Black friday εκδόσεις: 10%
Το έργο "Υποχρεώσεις Χρηματοπιστωτικών Φορέων" περιέχει εκθέσεις και έγγραφα που υποβλήθηκαν στο 29ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Συλλόγου Ελλήνων Εμπορικών (Σέρρες, Οκτώβριος 2019). Το κύριο θέμα του Συνεδρίου ήταν τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των συμμετεχόντων στην κεφαλαιαγορά και των ασφαλιστικών εταιριών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις υποχρεώσεις αυτών των ιδρυμάτων/οργανισμών, όσον αφορά στην εποπτεία, την αστική ευθύνη και τις ποινικές κυρώσεις.
ΕΝΟΤΗΤΑ Ι. Γενικές Εισηγήσεις | Σελ. 1 |
Κοινωνικές προσδοκίες, κοινό συμφέρον και ηθικοί κώδικες | Σελ. 3 |
Σταύρος Β. Θωμαδάκης | |
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΕΚΠΑ, Chairman, International Ethics Standards Board for Accountants | |
Χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις - Διεύρυνση των συνεργειών σε προϊόντα και πωλήσεις, αλλά και της επαγγελματικής ευθύνης | Σελ. 17 |
Ιωάννης Κ. Ρόκας | |
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών | |
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ. Πιστωτικά ιδρύματα | Σελ. 27 |
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η μεταχείρισή τους - Ζητήματα από την εφαρμογή του Ν 4354/2015 | Σελ. 29 |
Χρήστος Σ. Χασάπης | |
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Δ.Ν., LL.M. | |
Υποχρεώσεις τραπεζών κατά τη διάθεση σύνθετων ομολογιών | Σελ. 91 |
Θεόδωρος Χ. Κουλουριάνος | |
Δ.Ν., Δικηγόρος, Ειδικός Επιστήμονας Νομικής Σχολής ΔΠΘ | |
Πτυχές της επίδρασης του δημοσίου τραπεζικού δικαίου στη διαμόρφωση σχέσεων ιδιωτικού δικαίου | Σελ. 129 |
Χριστίνα Λιβαδά | |
Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ | |
The Internet and the Provision of Banking Services: A European Perspective. A paper for the Conference of Greek Commercial Lawyers, Serres, October 2019 | Σελ. 155 |
Apostolos Gkoutzinis | |
Δικηγόρος, Εταίρος (partner) στη Milbank LL.P. Διευθύνων Εταίρος του Τμήματος Διεθνών Κεφαλαιαγορών, Ph.D. (London), LL.M. (Harvard), Νομική Σχολή (ΑΠΘ) | |
Υποχρεώσεις και ευθύνη τραπεζών από τη χορήγηση προϊόντων στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης | Σελ. 193 |
Άννα Δεσποτίδου | |
Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ | |
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙΙ. Στρογγυλό τραπέζι: Η αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών ανοιγμάτων (εποτικά, ποινικά, αστικά) | Σελ. 243 |
Κρίση και χρηματοπιστωτικά ανοίγματα στην Ελλάδα | Σελ. 245 |
Γκίκας Α. Χαρδούβελης | |
Καθηγητής, Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής Πανεπιστημίου Πειραιώς και Senior Independent Director, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος | |
Addressing systemic non-performing loan crises through a mix of private and state-backed measures: Α legal and economic analysis (updated for the Covid-19 ERA) | Σελ. 299 |
Emilios Avgouleas | |
Καθηγητής της έδρας Διεθνούς Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικον/κών Αγορών, Νομική Σχολή Παν/μιο Εδιμβούργου, Μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, Διακεκ. Τακτ. Ερευνητής Καθηγητής, Νομική Σχολή, Παν/μιο Χονγκ Κόνγκ | |
Η αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών ανοιγμάτων (εποπτικά, ποινικά, αστικά) | Σελ. 321 |
Κωνσταντίνος Μποτόπουλος | |
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου | |
Η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων χρηματοπιστωτικών ανοιγμάτων | Σελ. 323 |
Δημήτρης Σπυράκος | |
Δ.Ν., Δικηγόρος, Προέδρος ΕΔΙΠΚΑ | |
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV. Κεφαλαιαγορά | Σελ. 329 |
Κεφαλαιαγορά | Σελ. 331 |
Ελίζα Αλεξανδρίδου | |
Ομότιμη Καθηγήτρια Νομικης Σχολής ΑΠΘ | |
Η προστασία του επενδυτή κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών (από τη MIFID I στη MIFID II) | Σελ. 339 |
Βασιλική Λαζαράκου | |
Δ.Ν., Πρόεδρος Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ηλεκτρονικών επικοινωνιών | |
H προστασία επενδυτών με το ενημερωτικό δελτίο | Σελ. 353 |
Ευάγγελος Γ. Πολίτης | |
Δικηγόρος LL.M., Διαχειριστής Εταίρος Politis & Partners | |
Υποχρεώσεις και ευθύνη για παραβάσεις κανόνων και κωδίκων εταιρικής διακυβέρνησης εισηγμένων εταιριών | |
Αναστασία Στάμου* | |
Δικηγόρος, LL.M. | |
ΕΝΟΤΗΤΑ V. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις | Σελ. 379 |
Οι υποχρεώσεις του διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων έναντι του πελάτη σύμφωνα με την Οδηγία (ΕΕ) 2017/97 (“IDD”) και τον Ν 4583/2018 | Σελ. 381 |
Απόστολος Καραγκουνίδης | |
Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρος | |
Επενδυτικά προϊόντα βασισμένα σε ασφάλιση | Σελ. 417 |
Θεόδωρος Κουτσούμπας | |
Δικηγόρος, Δ.Ν. (LL.B., LL.M., Ph.D.) Ελληνικός Χρηματοοικονομικός Μεσολαβητής (Hellenic Financial Ombudsman) | |
Πορίσματα Συνεδρίου | Σελ. 449 |
Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης |
Σελ. 1
Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου 2019
ΕΝΟΤΗΤΑ Ι.
Γενικές Εισηγήσεις
Πρόεδρος: Παναγιώτης Καρίπογλου
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Σερρών
Σελ. 3
Κοινωνικές προσδοκίες, κοινό συμφέρον
και ηθικοί κώδικες*
Σταύρος Β. Θωμαδάκης
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΕΚΠΑ, Chairman, International Ethics Standards Board for Accountants**
Α. Εισαγωγικά: Η κρίση και τα μεγάλα ζητούμενα**
Στην εποχή της διαδικτυακής επικοινωνίας και της ψηφιακής οικονομίας, οι κοινωνικές προσδοκίες μετασχηματίζονται γρήγορα σε μορφώματα «κοινής γνώμης», εκδηλώνονται ηχηρά εντός ή εκτός διαδικτύου, και επιδρούν στις δράσεις της κοινωνίας και των πολιτών. Με τον τρόπο αυτό ασκούν άμεση πίεση στις πολιτικές φορέων εξουσίας, τουλάχιστον στα δημοκρατικά πολιτεύματα.
Η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας άφησε ισχυρότατο αποτύπωμα στις κοινωνικές προσδοκίες. Τα κύρια συστατικά της επιρροής που η κρίση άσκησε στην κοινή γνώμη είναι λίγο πολύ γνωστά.
Σταχυολογώ κοινά διατυπωμένες απόψεις ως παραδείγματα των αντιλήψεων που επικράτησαν και που εκφράσθηκαν εν τέλει και σε πολιτικό λόγο:
— Οι τραπεζίτες έριξαν έξω την οικονομία είτε από απληστία είτε από τυχοδιωκτισμό
— Διεφθαρμένοι πολιτικοί και οι πολιτικές τους υπέθαλψαν τους τραπεζίτες και προκάλεσαν την κρίση.
Σελ. 4
— Οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις του κοινού (οριζόμενου κάπως αόριστα ως πλειοψηφούσα μερίδα της κοινωνίας) δεν προστατεύθηκαν
— Οι αγοραίες τιμές των τίτλων απηχούσαν κατά το προηγούμενο της κρίσης διάστημα παραφουσκωμένες αξίες οι οποίες όμως εξαϋλώθηκαν από την κρίση
— Οι ιδιώτες εξωθήθηκαν σε υπερβολική και άκριτη προσφυγή σε δανεισμό, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί σε μακροπρόθεσμη βάση.
Χωρίς αμφιβολία μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι κάποιες από αυτές τις απόψεις και αντιλήψεις αντιπροσωπεύουν μονόπλευρα και υπεραπλουστευμένα συμπεράσματα.
Χωρίς αμφιβολία όμως επίσης, αυτή η «λαϊκή σοφία» έχει ένα πυρήνα αλήθειας διότι αντανακλά δύο πιο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: Πρώτον, την μετατροπή «συμπεριφορών υψηλού κινδύνου» σε κυρίαρχες πρακτικές μεταξύ πολλών φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα, και μάλιστα των τραπεζών (που σε παλιότερες εποχές θεωρούνταν πυλώνες συντηρητισμού!). Δεύτερον, την αστοχία των δικλείδων ασφαλείας που τα προγενέστερα ρυθμιστικά πρότυπα προέβλεπαν για την ευστάθεια του τομέα και την προστασία του «κοινού» των αποταμιευτών, των επενδυτών και (εν τέλει) των φορολογουμένων πολιτών, από μεγάλες ενδογενείς διαταραχές του οικονομικού συστήματος.
Πρέπει να κατανοούμε ότι μία από τις πιο δηλητηριώδεις διαταραχές που προκαλούνται από μία μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση είναι ακριβώς η διάβρωση της εμπιστοσύνης στις θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες των αγορών και, μεταξύ αυτών, στην δημόσια ρύθμιση. Απτή απόδειξη της διάβρωσης εμπιστοσύνης είναι η έντονη «κινδυνοφοβία» που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια μιας κρίσης, η αναζήτηση «ασφαλών καταφυγίων» και γενικότερα οι στρατηγικές περιορισμού των ζημιών οι οποίες ωστόσο συχνά παρατείνουν την ίδια την κρίση.
Για να το εξηγήσω με παράδειγμα, όταν σε ένα ανεπτυγμένο χρηματοοικονομικό σύστημα, γεμάτο από σύνθετα συμβολαιϊκά προϊόντα, παρατηρούμε μεγάλη άνοδο της τιμής ενός φυσικού εμπορεύματος «αποθησαύρισης» όπως ο χρυσός - συμπεραίνουμε απλώς ότι: Η εμπιστοσύνη στις θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες φθίνει αφού, κατά τεκμήριο, αυξάνει η ζήτηση για εμπορευματικά αποταμιεύματα τα οποία χρησιμεύουν ως εναλλακτικές δικλείδες προστασίας αξιών.
Οι θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες του χρηματοοικονομικού τομέα αποτελούνται από πλήθος ρυθμίσεων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Στην γλώσσα που θα χρησιμοποιήσω, η δημόσια ρύθμιση περιλαμβάνει επιταγές υποχρεωτικού χαρακτήρα που προέρχονται από την δημόσια εξουσία. Η ιδιωτική ρύθμιση, ή αυτό-ρύθμιση, περιλαμβάνει αρχές και κανόνες που στηρίζονται σε ιδιωτικές δεσμεύσεις και συμβατικές υποχρεώσεις. Τέλος χρησιμοποιώ την έννοια της υβριδικής ρύθμισης που περιλαμβάνει αυτό-ρυθμιστικές δεσμεύσεις οι οποίες όμως εποπτεύονται και επιδοκιμάζονται (γίνονται αποδεκτές) από δημόσιες αρχές.
Σελ. 5
Η ανταπόκριση στην διάβρωση εμπιστοσύνης, την οποία επέφερε λοιπόν η κρίση που βιώσαμε από το 2008, εκτάθηκε, όπως ήταν φυσικό, σε όλες τις ρυθμιστικές περιοχές - δημόσιες είτε ιδιωτικές - καθώς και στα σχήματα υπερεθνικού συντονισμού των ρυθμίσεων που προϋπήρχαν ή που επινοήθηκαν υπό την πίεση της επεκτεινόμενης κρίσης.
Η αρχική αντίδραση συνοψιζόταν στην θέση ότι έπρεπε η δημόσια ρύθμιση να επεκταθεί σε νέες αγοραίες περιοχές και να γίνει πιο παρεμβατική και πιο αυστηρή. Η πιο ώριμη αντίδραση όμως διέλαβε σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις: (α) εισαγωγή της έννοιας του «συστημικού κινδύνου» στην εποπτική εργαλειοθήκη και παρεπόμενη ρητή επιδίωξη της χρηματοοικονομικής ευστάθειας, (β) εισαγωγή της έννοιας της μακροπρόθεσμης (δια-κυκλικής) αξίας ως επιθυμητής στόχευσης στην εξισορρόπηση των αγορών, (γ) ενθάρρυνση, ενίσχυση και επικράτηση έντιμων και διαφανών συμπεριφορών που μπορούν να διασφαλίσουν το «κοινό (δημόσιο) συμφέρον» , (δ) ευρεία επέκταση της έννοιας- στόχου που έχει ονομασθεί «διατηρησιμότητα» από την απλή ανάγκη επιβίωσης των επιχειρήσεων, στην προστασία του πλανήτη, της ανθρώπινης επιβίωσης και ευμάρειας, των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να συνοψίσω πολύ επιγραμματικά τα δύο κεντρικά ζητούμενα των νέων προσδοκιών:
ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ και ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Εύκολα παρατηρούμε ότι και τα δύο αυτά ζητούμενα έχουν τέτοια γενικότητα και απήχηση που δεν περιορίζονται μέσα στα σύνορα του εθνικά οριζόμενου και ρυθμιζόμενου «δημοσίου» συμφέροντος. Αποτελούν παγκόσμια ζητούμενα και αποζητούν παγκόσμιο θεσμικό προσδιορισμό ενός ευρέως νοούμενου «δημοσίου χώρου» και ενός απορρέοντος «δημοσίου συμφέροντος». Επειδή ωστόσο στις λεκτικές μας συνήθειες και τους εντυπωμένους συνειρμούς μας το «δημόσιο» ταυτίζεται με την ιστορική έννοια του εθνικού κράτους, χρησιμοποιώ εναλλακτικά τον όρο «πάν-κοινό συμφέρον».
Στον τομέα της δημόσιας ρύθμισης αξίζει να συνεκτιμούμε και μία ακόμη σημαντική πλευρά.
Η κρίση δεν περιορίσθηκε μόνον στα όρια του ιδιωτικού τομέα. Κατέλαβε και υπέσκαψε την αξιοπιστία (επομένως και την προσφορά ασφάλειας) του Δημοσίου, δηλαδή πλειάδας εθνικών δημοσιονομικών οντοτήτων. Δεν θα επεκταθώ εδώ στο πώς και γιατί. Θα αρκεσθώ στη διαπίστωση ότι οι δημοσιονομικές κρίσεις που συν-εκδηλώθηκαν με τις κρίσεις των χρηματοοικονομικών αγορών αποτέλεσαν πλήγμα στην ικανότητα (και στην φήμη) του δημοσίου ως παραγωγού ασφαλιστικών δικλείδων (ρυθμίσεων, εγγυήσεων, ασφαλών καταφυγίων κ.ά.). Αυτό πρόσθεσε δυναμική στην αναζήτηση ρυθμίσεων εκτός των κλασικών ορίων του δημόσιου τομέα. Επομένως, η αδυναμία πολλών (εθνικών ) δημοσίων αρχών να παίξουν αποτελεσματικό
Σελ. 6
ρόλο και η ανάδυση ζητουμένων παγκόσμιας αποδοχής και εμβέλειας, που αφορούσαν και αυτή καθαυτή την ακεραιότητα δημοσίων αρχών, προσέδωσαν νέα ώθηση στην ανάδυση και επιρροή των πολλαπλών εναλλακτικών μορφών ρύθμισης που ανέφερα παραπάνω.
Το πιο αξιοσημείωτο συμπέρασμα πάντως είναι ακριβώς - και το επαναλαμβάνω - ότι τα νέα ζητούμενα που γεννήθηκαν από την οικονομική κρίση έχουν προσδώσει παγκόσμια διάσταση στην έννοια του «δημοσίου συμφέροντος», όπου το «δημόσιο» δεν εννοείται πλέον ως «εθνικό» αλλά ως παν-κοινό αγαθό. Έχει δημιουργηθεί εύφορο έδαφος, δηλαδή έχει εμφανισθεί ευρεία και υπερεθνική κοινωνική ζήτηση για διαρρυθμίσεις, στοχοθετήσεις και στρατηγικές που θα αποβλέπουν στην ικανοποίηση των διπλού αιτήματος Εντιμότητας/Διατηρησιμότητας. Απομένει επομένως να εξετάσουμε από που μπορεί να εκπηγάσει η αντίστοιχη προσφορά.
Το ερώτημα της προσφοράς δεν είναι καθόλου αμελητέο για δύο λόγους. Ο προφανής πρώτος είναι ότι δεν υπάρχει παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία. Ο λιγότερο προφανής δεύτερος είναι ότι κατά βάθος τα ζητούμενα ανάγονται εν πολλοίς σε ατομικές ή συλλογικές συνειδήσεις, επιλογές και συμπεριφορές. Πόσο όμως θα ήταν δυνατόν, ακόμη και αν υπήρχε παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία να προκύψουν κανόνες και επιταγές που θα ρύθμιζαν αποτελεσματικά ολόκληρο το πλέγμα συνειδήσεων, επιλογών και συμπεριφορών στον πλανήτη; Μήπως θα χρειαζόταν, μήπως θα ταίριαζε εδώ και μία δέσμη όχι μόνον εξωγενών επιταγών αλλά και ενδογενών, πολιτισμικά εμπεδωμένων, αξιών και επιλογών; Η δική μου απάντηση είναι ότι ναι, αυτό χρειάζεται μπροστά μάλιστα στο μέγεθος και στο είδος των προκλήσεων. Και όπως οι εξωγενείς επιταγές θα εντασσόταν σε ένα διεθνικό corpus δικαίου, έτσι και η δέσμη των ενδογενών αξιών και επιλογών θα μπορούσε να ενσωματωθεί και διατυπωθεί σε ένα διεθνές Ηθικό Όργανο. Ας το σκεφθούμε, γιατί όχι;
Β. Η πολυμορφία της προσφοράς
Οι «κωδικοποιητικές» ανταποκρίσεις στο παγκόσμιο αίτημα για «Εντιμότητα και Διατηρησιμότητα» είναι πολλαπλές ως προς το περιεχόμενο, την εμβέλεια και τα υποκείμενα που τις προωθούν. Διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί, όπως, παραδείγματος χάριν ο ΟΗΕ, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν ήδη προσφέρει κείμενα αρχών και κατευθύνσεων, ορισμένα από τα οποία καταλήγουν και σε δεσμευτικές ρυθμίσεις. Πλήθος πρωτοβουλιών από εθνικούς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, διεθνείς οργανώσεις, μη-κυβερνητικές οργανώσεις, επαγγελματικές ομάδες έχουν επίσης επιδοθεί σε επεξεργασία, δημοσιοποίηση, διαβούλευση και πρώτη κωδικοποίηση αρχών, προβλέψεων ή και προτάσεων κανονισμών, προς την σαφή κατεύθυνση των διεθνών προσδοκιών.
Πριν από λίγο καιρό, μία διακεκριμένη συνάδελφος σας μου έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού: «έχουμε κατακλυσθεί από κανόνες και κώδικες δεοντολογίας διαφόρων
Σελ. 7
προελεύσεων!». Η διαπίστωση αποδίδει σαφέστερα από κάθε άλλη την πολλαπλότητα των πρωτοβουλιών για την κάλυψη του πελώριου κενού που αφορά στην ρύθμιση της συνείδησης και της συμπεριφοράς, ενόψει των προσδοκιών που αναδύθηκαν από την κρίση.
Οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται από κοινωνικούς και επαγγελματικούς φορείς είναι ενδιαφέρουσες για δύο τουλάχιστον λόγους. Αφ’ ενός εκφράζουν την οπτική γωνία και την εξειδίκευση των απαιτήσεων του δίπτυχου «Εντιμότητα και Διατηρησιμότητα» αναφορικά με συγκεκριμένες ομάδες και οντότητες της οικονομίας ή της κοινωνίας των πολιτών. Αφ’ ετέρου ενσωματώνουν μία δέσμευση εφαρμογής ενός, έστω στοιχειώδους, κώδικα αξιών και συμπεριφοράς που μπορεί να συντελέσει σε μικρές ή μεγάλες αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Αθροιζόμενες στον χώρο και τον χρόνο, οι πρωτοβουλίες αυτές επαυξάνουν χωρίς αμφιβολία τον πολιτισμό των κοινωνικών συμπεριφορών και της κοινωνικής ευθύνης. Απτό παράδειγμα αποτελεί η όλη ανάδειξη της κοινωνικής ευθύνης ιδιωτικών οικονομικών μορφωμάτων, όπως λόγου χάριν των πιστωτικών ιδρυμάτων, που είναι οργανωμένα με βάση την αρχή της κερδοφορίας και που όμως αυτοβούλως δεσμεύονται να περιστέλλουν την άκραtη αναζήτηση της ίδιας αυτής κερδοφορίας τους. Όπως άλλωστε προκύπτει και από τις Ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, το περίγραμμα των απαιτήσεων της κοινωνικής ευθύνης εταιρειών έχει άμεση επικάλυψη με θέματα ηθικής και δεοντολογίας, εντιμότητας, διαφάνειας και σεβασμού προς τον στόχο της «διατηρησιμότητας».
Τα κυριότερα κριτήρια που έχουν σημασία στην εξέταση, την αξιολόγηση και την επιρροή τέτοιων αυτό-ρυθμιστικών πρωτοβουλιών είναι κατά τη γνώμη μου τρία:
(α) Ο βαθμός γενικότητας και η ευκολία εξειδίκευσης τους σε συγκεκριμένες περιστάσεις και δραστηριότητες. Εδώ μπορεί να έχουμε στο ένα άκρο γενικά ευχολόγια που αφήνουν όμως μεγάλα περιθώρια ερμηνείας και ανομοιομορφίας στην εφαρμογή τους και στα άλλο άκρο πολύ εξειδικευμένα σώματα κανόνων που περιορίζουν όμως σε μεγάλο βαθμό το πεδίο εφαρμογής και προάγουν από διαφορετική οδό την ανομοιομορφία στο τι εφαρμόζεται σε μεγάλες κλίμακες. Η ανομοιομορφία των ίδιων των πεδίων εφαρμογής ανάγεται τόσο σε οριζόντιες διαφορές μεταξύ κλάδων όσο και σε διαφορές μεταξύ κρατών. Η ικανότητα γενικής εφαρμογής απαιτεί προδήλως ένα είδος «χρυσού κανόνα» δηλαδή ενδιάμεσες εξειδικεύσεις κωδικοποίησης που επιτρέπουν μεν διαφοροποίηση αλλά είναι ικανές να διατηρούν ομοιομορφία ως προς θεμελιώδεις αρχές και χαρακτηριστικά. Δηλαδή μία σύνθεση του γενικού με το ειδικό με τρόπο που να παρακινείται η ομοιόμορφη εφαρμογή με αναγνωρίσιμες αποδεκτές συμπεριφορές αλλά και επίσης αναγνωρίσιμες παραβάσεις, δηλαδή μη-αποδεκτές συμπεριφορές.
(β) Η γεωπολιτική εμβέλεια. Εδώ έχει σημασία το ότι η όποια πρωτοβουλία πρέπει να είναι μεν δεκτική διεθνούς χρήσης (όπως σημείωσα ήδη στο (α) παραπάνω), αλλά
Σελ. 8
και να στηρίζεται επιχειρησιακά σε φορείς διασυνοριακής εμβέλειας, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι και ικανοί να αναλάβουν την προώθηση και διάδοση της εφαρμογής σε διεθνική, περιφερειακή ή και πλανητική κλίμακα. Οι φορείς αυτοί μπορεί βέβαια να είναι δημόσιοι ή μη-δημόσιοι σε εθνική κλίμακα, αλλά οπωσδήποτε συντονιζόμενοι σε διεθνή κλίμακα.
(γ) Η ισχύς επιβολής και η «υποχρεωτικότητα» της εφαρμογής τους. Εδώ έχει σημασία ο βαθμός στον οποίο οι φορείς που στηρίζουν επιχειρησιακά τις αυτό-ρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν την ικανότητα να τις επιβάλλουν και να δημιουργήσουν αξιόπιστα αντικίνητρα για περιπτώσεις μη-εφαρμογής. Το θέμα αυτό είναι κεντρικό διότι παραπέμπει σε μηχανισμούς συμμόρφωσης και πειθαρχίας προς δεσμεύσεις, πράγμα το οποίο εν τέλει σηματοδοτεί το αν και κατά πόσο η αυτό-ρύθμιση είναι αποτελεσματική.
Γ. Το παράδειγμα του διεθνούς κώδικα των ελεγκτών και λογιστών
Τα τελευταία χρόνια έχω την τιμή να προεδρεύω του International Ethics Standards Board for Accountants (IESBA) – (Διεθνούς Συμβουλίου Προτύπων Ηθικής για Ελεγκτές και Επαγγελματίες Λογιστές) το οποίο λειτουργεί από την δεκαετία του 1970, επεξεργάζεται και εκσυγχρονίζει τον Διεθνή Κώδικα Ηθικής και των Προτύπων Ανεξαρτησίας για το λογιστικό επάγγελμα και υποστηρίζει την υιοθέτηση του Κώδικα διεθνώς. Περί τις 120 εθνικές δικαιοδοσίες ακολουθούν τον Κώδικα σήμερα. Τον εφαρμόζουν επίσης τα 34 διεθνή δίκτυα ελεγκτικών εταιρειών στους διασυνοριακούς ελέγχους που διεξάγουν. Οσον αφορά πιο συγκεκριμένα στην ελεγκτική επαγγελματική δραστηριότητα, ο Κώδικας (που περιλαμβάνει τα Πρότυπα Ανεξαρτησίας των Ελεγκτών) καλύπτει όλους τους ελέγχους, δηλαδή τόσο των εταιρειών που αναγνωρίζονται ως οντότητες δημοσίου συμφέροντος (Public Interest Entities), όσο και όλων των υπολοίπων φορέων των οποίων οι οικονομικές καταστάσεις υπόκεινται σε νόμιμο έλεγχο.
Η ύπαρξη του Κώδικα και του Συμβουλίου Ηθικών Προτύπων εδράζονται στην υψηλή και δραστήρια διεθνή οργάνωση των επαγγελματιών λογιστών. Το επάγγελμα αυτό αριθμεί περίπου 3,5 εκατομμύρια μέλη στον κόσμο, τα οποία ανήκουν σε εθνικές οργανώσεις. Αυτές με τη σειρά τους έχουν συγκροτήσει από πολλών ετών την Διεθνή Ομοσπονδία Λογιστών (International Federation of Accountants – IFAC) η οποία καθιέρωσε τα αρχικά συμβούλια προτυποποίησης και δέσμευσε τα εθνικά μέλη της με την υποχρέωση εφαρμογής των παραγομένων προτύπων. Όπως εύκολα κατανοείται το λογιστικό επάγγελμα έχει πολλαπλή και ενδελεχή διείσδυση σε όλους του οικονομικούς χώρους, δημόσιους, ιδιωτικούς, μη-κερδοσκοπικούς. Με τον ρόλο του ελεγκτή των οικονομικών καταστάσεων, τον ρόλο του εσωτερικού ελεγκτή, ή ακόμη με τον ρόλο του οικονομικού ιθύνοντος ή του συμβούλου σε εταιρείες και
Σελ. 9
οργανισμούς , αλλά και σε ατομική συμβουλευτική δράση, οι επαγγελματίες λογιστές έχουν εξέχουσα επίδραση στην οικονομική ζωή.
Σήμερα, το IESBA όπως και άλλα συμβούλια προτυποποίησης (ελεγκτικά πρότυπα, λογιστικά πρότυπα δημόσιου τομέα) έχουν ανακηρυχθεί ως ανεξάρτητα συμβούλια, των οποίων η σύνθεση και οι εργασίες εποπτεύονται από διεθνείς εποπτικούς και οικονομικούς οργανισμούς (IOSCO, Επιτροπή Βασιλείας, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.ά.). Επομένως στην περίπτωση αυτή η δραστηριότητα που υποστηρίζει την σύνταξη, τροποποίηση και εκσυγχρονισμό του Κώδικα Ηθικών Προτύπων εμπίπτει στην ειδικότερη κατηγορία της υβριδικής αυτό-ρύθμισης.
Η σύνθεση του IESBA οφείλει καταστατικά να είναι διαφοροποιημένη ως προς την επαγγελματική, την γεωγραφική προέλευση και το φύλο. Σήμερα τα μισά μέλη προέρχονται από τις τάξεις των επαγγελματιών λογιστών και τα υπόλοιπα είναι μέλη «δημοσίου συμφέροντος» (περιλαμβανομένου του ανεξάρτητου προέδρου) και μέλη προερχόμενα από συναφείς επαγγελματικούς χώρους (εταιρική διακυβέρνηση, νομική και διοικητική εμπειρία, θεσμικοί επενδυτές κ.λπ.).
Η λειτουργία του IESBA και η σύνταξη προτύπων υπόκειται επίσης καταστατικά σε υποχρεώσεις ευρείας και συντεταγμένης παγκόσμιας διαβούλευσης και σε αποφάσεις ενισχυμένης πλειοψηφίας. Η θητεία όλων των μελών είναι περιορισμένου χρόνου. Τα παραγόμενα πρότυπα υπόκεινται στην επίνευση διεθνούς συμβουλίου που ορίζεται από τους διεθνείς οργανισμούς, το οποίο γνωμοδοτεί και πιστοποιεί ότι τα πρότυπα, όπως παραδίδονται, εναρμονίζονται με το δημόσιο συμφέρον.
Γ.1. Ο Αναθεωρημένος Διεθνής Κώδικας Δεοντολογίας
Τον Απρίλιο του 2018 δημοσιεύθηκε ο Αναθεωρημένος Κώδικας Δεοντολογίας των Λογιστών και Ελεγκτών με ημερομηνία πρώτης εφαρμογής τον Ιούνιο του 2019. Όλοι οι οργανισμοί λογιστών που ανήκουν στην Διεθνή Ομοσπονδία (International Federation of Accountants – IFAC) υποχρεούνται να υιοθετήσουν και εφαρμόσουν τον αναμορφωμένο Κώδικα. Οι εθνικές αρχές των 120 χωρών που ήδη εφαρμόζουν παλαιότερες εκδοχές του Κώδικα, όπως και η Ελλάδα, οφείλουν να αναπροσαρμόσουν τα πρότυπά τους στις απαιτήσεις του αναμορφωμένου Κώδικα. Ήδη οι εθνικές αρχές πολλών χωρών, και ιδίως των G-20, έχουν αποφασίσει να προσχωρήσουν στις ρυθμίσεις του αναμορφωμένου Κώδικα, μεταφράζοντας και αποδεχόμενες καταστατικά την εφαρμογή του.
Ο αναμορφωμένος Κώδικας έχει συνταχθεί εξ αρχής σε ευκρινή γλώσσα, ευπρόσιτη αρχιτεκτονική, και σαφή διαχωρισμό των υποχρεώσεων και καθηκόντων από τις οδηγίες εφαρμογής, τα παραδείγματα και τις διευκρινιστικές επεξηγήσεις.
Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται περιληπτικά η διάταξη των περιεχομένων του αναμορφωμένου Κώδικα.
Σελ. 10
Μαζί με τον αναμορφωμένο Κώδικα που, όπως προείπα, παραδόθηκε στην δημοσιότητα τον Απρίλιο του 2018, παραδίδονται δύο ακόμη σπουδαία βοηθήματα:
Το πρώτο είναι ο οδηγός χρήσης, πλοήγησης και κατανόησης, ο οποίος ολοκληρώθηκε ταυτοχρόνως με τον αναμορφωμένο Κώδικα.
Το δεύτερο είναι o ηλεκτρονικός Κώδικας (E-Code), που παραδόθηκε (σε πρώτη έκδοση) τον Ιούνιο του 2019. Πρόκειται για ψηφιακό εργαλείο με πολλαπλές ικανότητες: πλοήγηση, επιλογή, σύγκριση, τήρηση σημειώσεων και πρόσβαση σε βοηθητικά και ερμηνευτικά κείμενα που δεν περιλαμβάνονται στον Κώδικα καθαυτό.
Ο ηλεκτρονικός Κώδικας είναι προσβάσιμος στους χρήστες χωρίς περιορισμό. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει πολύτιμο στήριγμα για την ορθή, ομαλή και ομοιόμορφη κατανόηση και εφαρμογή του Κώδικα.
Γ.2. Ουσιώδεις Προβλέψεις
Το πρώτο μέρος του Αναθεωρημένου Κώδικα περιλαμβάνει την υποδομή και βάση του Κώδικα και συγκεκριμένα τις θεμελιώδεις αρχές και το εννοιολογικό πλαίσιο. Τα στοιχεία αυτά έχουν προσλάβει στον αναμορφωμένο Κώδικα εξέχουσα θέση διότι εφαρμόζονται σε όλες τις περιστάσεις και σε όλες τις εργασίες και τους ρόλους των λογιστών. Η τήρηση των θεμελιωδών αρχών (ακεραιότητα, αντικειμενικότητα, επαγγελματική συμπεριφορά, ικανότητα και δέουσα επιμέλεια, εμπιστευτικότητα) αποτελεί την βάση και το έσχατο κριτήριο για την επιτυχή συμμόρφωση με τον Κώδικα. Το εννοιολογικό πλαίσιο περιγράφει με σαφήνεια τις υποχρεώσεις του επαγγελματία λογιστή και του ελεγκτή να διαπιστώνουν, να αξιολογούν και να λαμβάνουν μέτρα αντιμετώπισης όλων των παραγόντων που «απειλούν» (παρεμποδίζουν ή θέτουν σε κίνδυνο) την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η εφαρμογή αυτού του εννοιολογικού πλαισίου υποχρεώνει τον επαγγελματία λογιστή ή ελεγκτή να εκτιμά την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των θεμελιωδών αρχών και, όπου ή όποτε χρειάζεται, να είναι σε
Σελ. 11
θέση να τεκμηριώνει την κρίση του αυτή, από την οπτική γωνία ενός ανεξάρτητου αλλά έγκυρου προσώπου.
Το δεύτερο μέρος του Κώδικα αναφέρεται στους λογιστές «ιδιωτικής πρακτικής» που εργάζονται στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Περιλαμβάνει, παραδείγματος χάριν, όρους και υποχρεώσεις που αφορούν σε σύγκρουση συμφερόντων, στην προπαρασκευή και παρουσίαση πληροφόρησης, την απόκρουση οικονομικών ή άλλων δελεασμών για την παράκαμψη των θεμελιωδών αρχών, την αντιμετώπιση πιέσεων για παράβαση της δεοντολογίας, και την ανταπόκριση σε τυχόν παραβατικές συμπεριφορές άλλων.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στους λογιστές που ασκούν «δημόσια πρακτική», δηλαδή τους ελεγκτές. Περιλαμβάνει όρους και υποχρεώσεις αντίστοιχες (αλλά ενισχυμένες σε σχέση) με το δεύτερο μέρος και επιπροσθέτως άλλες που αφορούν, λόγου χάριν, την παροχή υπηρεσιών θεματοφυλακής σε πελάτες, τους τρόπους αμοιβής των ως ανεξάρτητων παροχέων υπηρεσιών, καθώς επίσης και υποχρεώσεις για την περίπτωση παροχής «δεύτερης γνώμης» σε θέματα της ειδικότητας των.
Το τέταρτο μέρος είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στο κεντρικό θέμα της ανεξαρτησίας των ελεγκτών και περιλαμβάνει τα αναμορφωμένα και ενισχυμένα πρότυπα ανεξαρτησίας. Το μέρος αυτό πραγματεύεται τις σπουδαιώτερες περιστάσεις όπου χρειάζεται η επισήμανση και η τεκμηρίωση της ανεξαρτησίας του ελεγκτή τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς την αξιοπιστία της ανεξαρτησίας από την οπτική γωνία τρίτων. Η αποφυγή σχέσεων με τους ελεγχόμενους λόγω οικονομικών συμφερόντων, μακρόχρονων σχέσεων, παράλληλης παροχής μη-ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλων μορφών προσωπικής ή οικονομικής συνάφειας, εμπίπτουν στις προβλέψεις και τις απαγορεύσεις των προτύπων ανεξαρτησίας. Εννοείται ότι η ανεξαρτησία του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο ανάγεται σε μείζον θέμα δημοσίου συμφέροντος στον Κώδικα.
Γ.3. Το πρότυπο NOCLAR και οι επιταγές του «δημοσίου συμφέροντος»
Ο αναθεωρημένος Κώδικας του 2018 περιέλαβε για πρώτη φορά, τόσο στον δεύτερο όσο και στο τρίτο μέρος του, το περίφημο πρότυπο NOCLAR (Noncompliance with Laws and Regulations). Το πρότυπο αυτό αφορά στην ανταπόκριση του επαγγελματία λογιστή όταν διαπιστώνει παραβάσεις (ή ενδεχόμενες παραβάσεις) νόμων και κανονισμών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το πρότυπο απαιτεί να προβεί ο λογιστής σε κατάλληλες ενέργειες. Η ανταπόκριση σε διαπίστωση παραβάσεων είναι καθήκον όλων των λογιστών ανάλογα με τον ρόλο τους. Το καθήκον αυτό βρίσκει την πιο επιτακτική του μορφή στην περίπτωση του ελεγκτή (δηλαδή στο πλαίσιο του τρίτου μέρους του κώδικα). Ας πάρω λοιπόν ως παράδειγμα την περίπτωση αυτή.
Σελ. 12
Κατ’ αρχήν ο ελεγκτής οφείλει να διαπιστώσει την σοβαρότητα των παραβάσεων και κατά πόσον αυτές θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών ή άλλων συμφεροντούχων. Οι παραβάσεις που καλύπτονται δεν αφορούν μόνον στις οικονομικές καταστάσεις αλλά και περιστάσεις όπως η δωροδοκία, η φοροδιαφυγή, η απάτη, το ξέπλυμα χρήματος, η παράβαση των περιβαλλοντικών κανονισμών κλπ. Το πρότυπο προδιαγράφει τα επόμενα βήματα σε περίπτωση σοβαρών παραβάσεων. Τα συνοψίζω:
— Γνωστοποίηση των ευρημάτων στην διοίκηση ή τους υπεύθυνους διακυβέρνησης του ελεγχόμενου οργανισμού και αξίωση να τερματισθεί η παραβατική συμπεριφορά και να διορθωθούν οι συνέπειές της.
— Αξιολόγηση της ανταπόκρισης της διοίκησης και λήψη αποφάσεων για περαιτέρω ενέργειες εφόσον η ανταπόκριση δεν είναι επαρκής.
— Πιθανές περαιτέρω ενέργειες ανάλογα με περιγραφόμενες στο πρότυπο περιστάσεις είναι η γνωστοποίηση ευρημάτων σε αρμόδια δημόσια αρχή, ή η διακοπή της σχέσης του ελεγκτή με τον ελεγχόμενο οργανισμό και η κοινοποίηση των λόγων της διακοπής στον διάδοχο ελεγκτή.
Σημειώνω εδώ ότι το πρότυπο NOCLAR παρέχει το δικαίωμα στον επαγγελματία λογιστή να παραβεί την θεμελιώδη αρχή της εμπιστευτικότητας, προκειμένου για γνωστοποίηση στοιχείων σε αρμόδια δημόσια αρχή. Πρόκειται για μία πολύ σημαντική μεταβολή στα ηθικά πρότυπα των λογιστών που αναδεικνύει τον ρόλο τους ως λειτουργών και φυλάκων του δημοσίου (γενικού) συμφέροντος.
Σημειώνω ωστόσο ότι παρέχεται στον ελεγκτή το δικαίωμα χωρίς όμως να επιβάλλεται υποχρέωση αναφοράς σε δημόσιες αρχές. Η επιλογή αυτή στην διατύπωση του προτύπου ΝOCLAR έγινε λαμβάνοντας υπόψη την προοπτική διεθνούς εφαρμογής του προτύπου σε 120 εθνικές δικαιοδοσίες. Πιο συγκεκριμένα, εκεί όπου το θεσμικό πλαίσιο δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο ενδέχεται να μην υπάρχουν κατάλληλες «αρμόδιες» δημόσιες αρχές. Επίσης μπορεί σε ορισμένες δικαιοδοσίες να μην υπάρχουν επαρκείς προστασίες για τον αναφέροντα από έγερση αστικών απαιτήσεων εναντίον του. Γενικότερα λοιπόν, η ικανότητα του ελεγκτή να ενημερώνει δημόσιες αρχές εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη θεσμών κράτους δικαίου στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ενεργεί. Επομένως το πρότυπο του επιβάλλει να ασκήσει την κρίση του και να ενεργήσει αναλόγως με ελάχιστη ανταπόκριση την διακοπή της συνεργασίας του με τον ελεγχόμενο φορέα και την ενημέρωση του διαδόχου ελεγκτή.
Ανέλυσα σε περισσότερο βάθος αυτό το πρότυπο ακριβώς για να δείξω τις προκλήσεις της διεθνούς εφαρμογής, οι οποίες βεβαίως ανακύπτουν μέσω συντεταγμένης διεθνούς διαβούλευσης και οδηγούν σε χαλαρότερες υποχρεώσεις από ότι θα μπορούσε να εφαρμοσθεί σε ορισμένες δικαιοδοσίες, αλλά επιτυγχάνουν ταυτοχρόνως ένα εναρμονισμένο γενικό πλαίσιο εφαρμογής. Η ίδια η συσσώρευση εμπειριών
Σελ. 13
από την εφαρμογή υπόσχεται μία εξελικτική πορεία θετική προς το στόχο του παν-κοινού συμφέροντος.
Το Πρότυπο NOCLAR είχε εκδοθεί με ημερομηνία έναρξης ισχύος του την 15η Ιουνίου του 2017. Εχει ήδη υιοθετηθεί σε ικανό αριθμό χωρών. Σημειώνω την μεγάλη προσοχή που έχει δεχθεί το πρότυπο αυτό από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, που ασχολούνται με την καταπολέμηση της διαφθοράς παγκοσμίως και αναγνωρίζουν τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζουν οι επαγγελματίες λογιστές και ελεγκτές στον τομέα αυτό.
Δ. Συμμόρφωση και ομοιομορφία εφαρμογής
Η πραγματική αξιολόγηση ενός κώδικα γίνεται πάντα στην πράξη, στην πρακτική αποδοχή και τη χρήση του. Ο ίδιος ο Κώδικας των λογιστών - ελεγκτών προδιαγράφει τρείς θεμελιώδεις λειτουργικούς όρους ως προς την υιοθέτηση και εφαρμογή του. Ο πρώτος είναι ότι η αποδοχή και εφαρμογή δεν μπορούν να είναι επιλεκτικές και μερικευμένες. Η εφαρμογή πρέπει να είναι πλήρης και διεξοδική, να περιλαμβάνει δηλαδή όλες τις αρχές και τις επιταγές του Κώδικα χωρίς εξαιρέσεις. Ειδάλλως η εφαρμόζουσα αρχή δεν θεωρείται ότι εναρμονίζεται ως προς την ισχύ του. Ο δεύτερος είναι η πρόνοια για τις περιπτώσεις όπου η τοπική νομοθεσία ή οι ισχύουσες εποπτικές ρυθμίσεις διαφέρουν από τις επιταγές του Κώδικα. Στις περιπτώσεις αυτές ο Κώδικας προβλέπει ότι υπερισχύει κάθε φορά η αυστηρότερη ρύθμιση. Ο τρίτος είναι ότι οι επαγγελματίες που εφαρμόζουν τον Κώδικα έχουν διαρκές καθήκον άσκησης επαγγελματικής κρίσης κατά την εφαρμογή του. Η τήρηση του «γράμματος του Κώδικα» επομένως δεν αρκεί, οφείλεται επιπλέον η ικανοποίηση του «πνεύματος του Κώδικα», δηλαδή των θεμελιωδών αρχών και του εννοιολογικού πλαισίου που τον διέπουν.
Στις 120 χώρες όπου έχει υιοθετηθεί και εφαρμόζεται ο Κώδικας, οι φορείς εφαρμογής ποικίλλουν. Ο πρωταρχικός υποδοχέας του Κώδικα στα εθνικά πλαίσια είναι η επαγγελματική οργάνωση των λογιστών-ελεγκτών η οποία έχει και την αρμοδιότητα έκδοσης και αφαίρεσης επαγγελματικής άδειας. Οι επαγγελματικές οργανώσεις κατά κανόνα συγκροτούν «συμβούλια προτυποποίησης» τα οποία έχουν την αρμοδιότητα υιοθέτησης και εισαγωγής των διεθνών προτύπων στην εθνική έννομη τάξη. Σε σημαντικό αριθμό χωρών η λειτουργία «συμβουλίων προτυποποίησης» θεσπίζεται με νόμο ή κανονιστική απόφαση εποπτικών αρχών. Σε αρκετές δικαιοδοσίες οι νόμοι ορίζουν απευθείας την υιοθέτηση του διεθνούς Κώδικα, και των διαδοχικών του μεταβολών, βελτιώσεων ή γενικών τροποποιήσεων. Στις περιπτώσεις όπου ο Κώδικας υιοθετείται μόνον σε επίπεδο επαγγελματικών οργανώσεων, ο προσφερόμενος κυρωτικός μηχανισμός συμμόρφωσης είναι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του επαγγελματία. Οπου επιπλέον ο Κώδικας υιοθετείται από νόμο ή κανονιστική απόφαση, προβλέπονται διοικητικές ή άλλες κυρώσεις. Η μεγάλη, σε διεθνή κλίμακα,
Σελ. 14
ανάπτυξη των εποπτικών μηχανισμών που επιβλέπουν τις διαδικασίες ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων (audit regulation) έχει πολλαπλασιάσει τα εργαλεία και τα κίνητρα που λειτουργούν για την συμμόρφωση με τον Κώδικα, ιδίως τα πρότυπα περί ανεξαρτησίας των ελεγκτών.
Η πραγματική συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Διεθνούς Κώδικα είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια στις σημερινές συνθήκες. Οι ίδιες οι επαγγελματικές οργανώσεις των λογιστών-ελεγκτών καθώς και οι εποπτικές αρχές πραγματοποιούν επιθεωρήσεις και δημοσιεύουν συμπεράσματα από τα οποία όμως είναι δύσκολο να εξαχθεί συνολική εικόνα. Αφ’ ενός η έμφαση των εποπτικών επιθεωρήσεων κατευθύνεται στα αποτελέσματα των εισηγμένων εταιριών οι οποίες και αποτελούν το πρώτιστο ενδιαφέρον των επενδυτών και των αγορών. Αφ’ ετέρου, οι επιθεωρήσεις καλύπτουν κυρίως τις μεγάλες ελεγκτικές εταιρίες - μέλη των διεθνών δικτυών, και εν τέλει αντιπροσωπεύουν μικρή μόνον (αριθμητικά) επιλογή, και μάλιστα από το εμφανέστερο τμήμα, του συνολικού ελεγκτικού προϊόντος. Προφανώς αυτό το έργο μπορεί και πρέπει να βελτιωθεί και να αποκτήσει μεγαλύτερη εμβέλεια και αντιπροσωπευτικότητα.
Ευκολότερη και εμφανέστερη είναι αντιθέτως η διαμόρφωση εικόνας για την παραβατικότητα μεγάλης κλίμακας, δηλαδή την αποκάλυψη εταιρικών οικονομικών σκανδάλων και αποτυχιών των ελεγκτικών διαδικασιών για την έγκαιρη ανακάλυψη και αποτροπή τους. Κάθε μία από τις προηγούμενες τρείς δεκαετίες, και ιδίως σε συσχετισμό με περιστατικά κρίσεων, έχομε παρατηρήσει εταιρικά σκάνδαλα και σημαντικές απώλειες μετόχων, πιστωτών και άλλων συμφεροντούχων. Σε πλείστες περιπτώσεις, η εκ των υστέρων ανάλυση δείχνει συστηματικά την παραβίαση θεμελιωδών αρχών και επιταγών του Κώδικα. Αυτό προφανώς παράγει την υποχρέωση να επανεξετάζεται η καταλληλότητα των προτύπων, ιδίως δε τα τμήματα του Κώδικα που αφορούν στις οδηγίες εφαρμογής (guidance) του. Η δημοσιότητα που έχουν λάβει τα διάφορα οικονομικά σκάνδαλα του πρόσφατου παρελθόντος έχει λειτουργήσει ασφαλώς ως κίνητρο τόσο για την σταδιακή αυστηροποίηση του ίδιου του Κώδικα, αλλά και για την υιοθέτηση και εφαρμογή του σε επιμέρους εθνικές δικαιοδοσίες.
Ως ένα σημαντικότατο παράδειγμα, αναφέρω το πρότυπο NOCLAR που ανέπτυξα προηγουμένως. Η δυνατότητα των ελεγκτών να παρακάμπτουν την αρχή της εμπιστευτικότητας, η οποία δυνατότητα παρέχεται με το πρότυπο αυτό ,αποτελούσε (και αποτελεί) κορυφαίο δίδαγμα από την μελέτη των ελεγκτικών συμπεριφορών υπό συνθήκες σοβαρής εταιρικής κρίσης. Από αυτή την άποψη παρατηρώ επίσης ότι η γεωγραφική διασπορά των σκανδάλων καθαυτή προάγει εν τέλει την μεταγενέστερη ομοιομορφία εφαρμογής του Κώδικα σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα και ποικιλία.
Οφείλω να σημειώσω εδώ δύο αυτονόητους παράγοντες που επιδρούν σαφώς στην πιστή εφαρμογή του κώδικα ανά την υφήλιο. Ο πρώτος είναι η απαραίτητη εκπαίδευση του επαγγελματία στις αρχές και τις επιταγές του Κώδικα και η συνεχής
Σελ. 15
ενημέρωση στις νεότερες βελτιώσεις και προσαρμογές του. Η επαγγελματική εκπαίδευση είναι θέμα υποδομής για την εφαρμογή του Κώδικα και η υποδομή αυτή προσφέρεται κατά κανόνα τόσο σε εκπαιδευτικά προγράμματα σε επίπεδο πανεπιστημίων όσο και σε προγράμματα κατάρτισης και επιμόρφωσης κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του επαγγελματία. Ιδίως δε επειδή ο Κώδικας αναπτύσσεται, όπως περιέγραψα, από ένα πυρήνα θεμελιωδών αρχών η εμπέδωση των αρχών αυτών και η ενσωμάτωσή τους στην ίδια την κριτική νοοτροπία του επαγγελματία απαιτεί σοβαρή και διαρκή παιδευτική δοκιμασία.
Ο δεύτερος παράγων που παίζει προσδιοριστικό ρόλο στην πιστή εφαρμογή του Κώδικα είναι το εταιρικό και το ευρύτερο δικαιο-πολιτικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί ο επαγγελματίας λογιστής-ελεγκτής. Αν υποθετικά τοποθετήσουμε τον επαγγελματία σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν ήθη και πρακτικές «μαύρου χρήματος» , παραοικονομίας και φορολογικής ανομίας, τότε μπορεί η προσπάθειά του να εφαρμόσει τον Κώδικα να του κοστίσει και τη ζωή του, λόγου χάριν. Ένα περιβάλλον οικονομικής νομιμότητας και γενικότερα η λειτουργία του κράτους δικαίου προφανώς υποβοηθούν την εφαρμογή. Ειδικότερα και το εταιρικό περιβάλλον, η εταιρική «κουλτούρα» και η προσήλωση της διοίκησης σε θεμελιώδεις ηθικές αρχές συμβάλλουν κατά πολύ στην πιστή εφαρμογή του Κώδικα. Η υιοθέτηση από εταιρίες των αρχών και του προγράμματος της Κοινωνικής Ευθύνης έχουν μεγάλη και προφανή επικάλυψη με τις επιταγές του Κώδικα και δημιουργούν ένα πολύ θετικό περιβάλλον για την αποτελεσματική εφαρμογή του.
Επίλογος: Η αισιόδοξη εκδοχή της αυτορρύθμισης
Ξεκινώντας την παρουσίαση μου έθεσα την παγκόσμια πλέον αναζήτηση για την ικανοποίηση δύο μεγάλών στόχων μετά τις κρίσεις: ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΜΌΤΗΤΑ.
Οι «κωδικοποιητικές» ανταποκρίσεις στα παγκόσμια αυτά αιτήματα είναι πολλαπλές ως προς το περιεχόμενο, την εμβέλεια και τα υποκείμενα που τις προωθούν. Παρουσίασα, από την εμπειρία μου, ένα παράδειγμα διεθνούς Κώδικα που έχει την ικανότητα να παράγει ομοιόστοχες και ομοιόμορφες επαγγελματικές συμπεριφορές σε ένα πολύ ευαίσθητο για την παγκόσμια οικονομία τομέα. Περιέγραψα τον τρόπο και την μέθοδο με την οποία αυτός ο Κώδικας αντιπροσωπεύει μία υβριδική μορφή αυτορρύθμισης. Δήλωσα εν τέλει ότι η αποτελεσματικότητα αυτού του Κώδικα εξαρτάται από το θεσμικό περιβάλλον στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο κάθε επαγγελματίας που τον υιοθετεί.
Τα θεσμικά περιβάλλοντα ωστόσο δεν είναι ούτε στατικά ούτε κατασκευασμένα για την αιωνιότητα. Μεταβάλλονται, εξελίσσονται, και απορροφούν συνεχείς αναμορφώσεις από τις δράσεις των ενεργών χρηστών που ενεργοποιούνται στους κόλπους των.
Σελ. 16
Η εφαρμογή των «κωδικοποιητικών» ανταποκρίσεων επιδρά επομένως και αυτή με τη σειρά της στην εξελικτική πορεία του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου και του κοινωνικού ήθους. Όταν μάλιστα οι «κωδικοποιητικές» ανταποκρίσεις είναι επάλληλες και συμπληρωματικές, η οσμωτική τους επίδραση σε θεσμούς, κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές πολλαπλασιάζεται. Τέτοιο είναι λόγου χάριν το πλέγμα των συνεργειών που παράγει η ταυτόχρονη εφαρμογή του Κώδικα, η θέσπιση και λειτουργία κανόνων Εταιρικής Διακυβέρνησης, η αποδοχή και καλλιέργεια του ήθους της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Τα μεγάλα ζητούμενα και τα κατάλληλα «παν-κοινά» αγαθά που θα απαιτηθούν στις δεκαετίες που ακολουθούν δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εύκολα από μία δημόσια εξουσία κατακερματισμένη σε όλο του εύρος του πλανήτη. Θα απαιτήσουν άλλωστε μεγάλες συνέργειες δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Η υβριδική αυτορρύθμιση που ήδη εκδηλώνεται σε διάφορα πεδία και τα εξελικτικά μονοπάτια που αυτή μπορεί να μας διανοίγει είναι ασφαλώς ζήτημα επίκαιρου προβληματισμού αλλά και πηγή προνοητικής αισιοδοξίας.
Σελ. 17
Χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις -
Διεύρυνση των συνεργειών σε προϊόντα
και πωλήσεις, αλλά και της επαγγελματικής
ευθύνης
Ιωάννης Κ. Ρόκας
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Σύμφωνα με τον ορισμό της Οδηγίας 09/138 (Solvency II, εφεξής SII) και τον Ν 4364/16 που εναρμόνισε το ελληνικό δίκαιο, χρηματοπιστωτική επιχείρηση είναι το πιστωτικό ίδρυμα (Π.Ι.), το χρηματοδοτικό ίδρυμα, η επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, η ασφαλιστική επιχείρηση (ΑσφΕ), η αντασφαλιστική επιχείρηση, η ασφαλιστική εταιρία συμμετοχών, η επιχείρηση επενδύσεων, η αν.ετ. παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (αεπευ), η χρηματοοικονομική εταιρία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, ενώ χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ονομάζει η ΤτΕ την αν.ετ. διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων (αεδακ).
Θα αναφερθούμε μόνο σε αυτές που μπορούν να παρέχουν (και) επενδυτικά προϊόντα/ υπηρεσίες, δηλ. στα Π.Ι., στις ΑσφΕ, στις αεπευ και στις αεδακ, προκειμένου να εντοπίσουμε εκ πρώτης όψεως ρυθμιστικές ομοιομορφίες που παρουσιάζουν και τα όρια αυτών, αλλά και την φύση τους, σε συνδυασμό με την διεύρυνση της συνεργασίας των διαφορετικών αυτών ειδών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μεταξύ τους που παρατηρείται. Χωρίς να πάρουμε θέση αν η ρυθμιστική ομοιομορφία είναι ο κύριος λόγος της διεύρυνσης των συνεργασιών, είναι γεγονός ότι η σύγκλιση των κανόνων διευκολύνει την διακίνηση των διαφορετικών υπηρεσιών/ προϊόντων επιχειρήσεων του ενός χρηματοπιστωτικού τομέα προς τον άλλο, αλλά και τις εποπτικές αρχές.
Η ρυθμιστική ομοιομορφία διευκολύνει, αν όχι επιτρέπει, τις συνδυασμένες πωλήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών/ προϊόντων,
Σελ. 18
μεταξύ άλλων, καθόσον, αν προβλέπονται διαφοροποιήσεις των απαιτήσεων για τον εκτελούντα τις εργασίες και των υποχρεώσεων του πωλητή, κυρίως ενημέρωσης του πελάτη/ καταναλωτή, θα έπρεπε να σωρεύονται αυτές, πράγμα που προκαλεί δυσλειτουργίες.
Οι προστατευτικές για τον πελάτη ρυθμίσεις, όπως διαμορφώνονται σήμερα, δεν αγγίζουν κατ΄ αρχήν την λεγόμενη κατασκευή/ παραγωγή του προϊόντος /υπηρεσίας, δηλαδή, για τις επιχειρήσεις που αναφερόμαστε, την αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και την χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό (Π.Ι.), την ασφάλιση, τη διαχείριση Α/Κ και πώληση μεριδίων, αλλά και τις επενδυτικές υπηρεσίες που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα. Τούτο με την έννοια ότι, π.χ. η ρυθμιστική προσέγγιση στην παραγωγή ασφάλισης ή στην διαχείριση Α/Κ δεν έχει ως αποτέλεσμα την δυνατότητα «ανταλλαγής» παραγωγών ή διεύρυνσης των εργασιών τους σε άλλους τομείς. Τα κατά την Οδηγία MiFID II/ν. 4514/2018 χρηματοπιστωτικά μέσα (κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς, μερίδια ΟΣΕΚΑ, swaps, forward-rate agreements, forwards, παράγωγα μέσα για τη μετακύλιση του πιστωτικού κινδύνου, contracts for differences) είναι μέσα επένδυσης που μπορούν να επιφέρουν κέρδη, αλλά και απώλειες που εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της αγοράς, ενώ τα ασφαλιστικά προϊόντα είναι υπόσχεση κάλυψης κινδύνου, το τίμημα του οποίου αναλώνεται κατ՚ αρχήν με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της κάλυψης και όχι οχήματα επένδυσης. Οι ασφαλίσεις όπου είναι βέβαιο ότι (σε αβέβαιο χρόνο) θα πληρώσει ασφάλισμα η ΑσφΕ, έχουν για τον δικαιούχο εν μέρει αποταμιευτικό χαρακτήρα, αλλά όχι επενδυτικό, ενώ, αν προβλέπεται στο ασφαλιστήριο συμμετοχή στα τυχόν κέρδη από τις επενδύσεις στις οποίες προβαίνει η ΑσφΕ για λογαριασμό της σε αυτού του είδους τις ασφαλίσεις, τούτο είναι κάτι δευτερεύον που δεν προσδίδει συνολικά χαρακτήρα επενδυτικό στο προϊόν. Μόνο τα επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται σε ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένου και του ειδικότερου μορφώματος των συσκευασμένων επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές που βασίζονται σε ασφάλιση, πωλούνται συνδυαστικά, ως ένα προϊόν επένδυσης και ασφάλισης, και ορισμένες εκδηλώσεις, κυρίως αναφορικά με προσυμβατικές πληροφορίες, ρυθμίζονται με οριζόντια διατομεακή νομοθεσία. Όμως η ρυθμιστική προσέγγιση, εν προκειμένω στην παροχή συνδυασμένου προϊόντος, περιορίζεται και πάλι στο επίπεδο της παρουσίασης και των πωλήσεων.
Όταν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες τα Π.Ι. και οι αεδακ, καθώς και οι αεπευ και όχι μόνο, αντίθετα από τις ΑσφΕ, ασκούν εξ ολοκλήρου επενδυτικές δραστηριότητες και όμοιας φύσης, διέπονται δε από παρεμφερείς απαιτήσεις για τα πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτές και κανόνες συμπεριφοράς και πληροφόρησης των πελατών, πράγμα που δεν αποτελεί κάποια νέα εξέλιξη.
2. Ο ενωσιακός νομοθέτης όχι μόνο δεν θέλει να κάνει επέμβαση στην ελευθερία των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων να δημιουργούν προϊόντα, αλλά καταργεί και τις υπάρχουσες και οι νέες ρυθμίσεις για τα μεικτά προϊόντα των Κανονισμών
Σελ. 19
PRIIPs/KID (συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες που βασίζονται σε ασφάλιση), ΙBIPs (επενδυτικά προϊόντα που βασίζονται σε ασφάλιση) είναι μεν αναλυτικότατες, αλλά περιορισμένες στην θεματική των απαιτήσεων του καταναλωτικού δικαίου, κυρίως σε ζητήματα πληροφόρησης του πελάτη/ καταναλωτή, χωρίς να περιλαμβάνουν αναφορά στους εφαρμοστέους συμβατικούς ή εποπτικούς κανόνες. Δεδομένου όμως ότι παραγωγός/ συμπαραγωγός PRIIPs πρέπει να είναι πάντα και ΑσφΕ και ότι η ευρωπαϊκή Αρχή επί των ασφαλίσεων κ.λπ. (ΕΙΟΡΑ) εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τα προϊόντα αυτά και έχει εποπτική αρμοδιότητα, όπως βέβαια και η ΤτΕ και δεδομένης της ανάγκης ένταξης του προϊόντος σε εποπτικό νομοθετικό πλαίσιο, αυτό είναι ο Ν 4364/16/SII (κλάδος ΙΙΙ, ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις). Τα εν λόγω στεγανά που δημιουργεί η νομοθεσία και που δεν επιτρέπουν σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση να αναλάβει την παροχή ασφάλισης, έστω και ως δευτερεύον στοιχείο ενός μεικτού προϊόντος, δεν εμποδίζουν την ΑσφΕ να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες μη αυτοτελώς, όταν δηλαδή είναι συνδεδεμένες με ασφάλιση ως ένα προϊόν, γιατί δεν αναλαμβάνει επιχειρηματικό κίνδυνο επενδυτικής επιχείρησης, πράγμα που θα αντέβαινε στην αποκλειστικότητα του σκοπού της, ενώ, αν εγγυηθεί κάποια παροχή, θα πρέπει να έχει προβεί σε σχετικές τεχνικές προβλέψεις. Τούτο οφείλεται στην αξεπέραστη μοναδικότητα των εποπτικών κανόνων της ΑσφΕ που υπαγορεύει η διαφορετική φύση της παροχής κάλυψης κινδύνων που μεταφέρονται επαγγελματικά σε αυτήν, από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Έτσι η διατομεακή νομοθεσία που αφορά τα ρυθμισμένα, συνδεδεμένα με ασφάλιση, επενδυτικά μεικτά προϊόντα, αλλά και γενικά η σύγκλιση των ρυθμιστικών κανόνων των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που εξετάζουμε, περιορίζεται κατά το ένα μέρος κυρίως στο επίπεδο της παρουσίασης και πωλήσεων που προωθεί την συνεργασία μεταξύ τους, αλλά και εν μέρει στην λεγόμενη νομική, όχι όμως στην χρηματοοικονομική εποπτεία. Κατά το άλλο μέρος, περιορίζεται στις οργανωτικές απαιτήσεις διακυβέρνησης των εν λόγω επιχειρήσεων, η σύγκλιση των οποίων αποτελεί μεν σημαντική παρέμβαση στη λειτουργία τους, αλλά όχι στην δημιουργία των προϊόντων τους.
Ανεξαρτήτως των ως άνω, οι διαφορετικές ρυθμιστικές οδοί της επενδυτικής δραστηριότητας, με την δημιουργία ειδικών απαιτήσεων για τα μεικτά προϊόντα, ξεχωριστά από τις ρυθμίσεις της MiFID II, δικαιολογούνται και από το ότι ο τύπος της επενδυτικής δραστηριότητας που ασκεί η ΑσφΕ είναι περιορισμένος, αφορά ένα μικρό μέρος της δραστηριότητάς της και ασκείται με δικούς της κανόνες, που ο ενωσιακός νομοθέτης δηλώνει ότι είναι όμοιου πάντως επιπέδου προστασίας των επενδυτών/ ασφαλισμένων της με τους κανόνες της MiFID II και απλώς είναι προσαρμοσμένοι στην περιορισμένη γκάμα επενδυτικών υπηρεσιών που συνήθως μπορεί να συσκευαστούν σε ένα τέτοιο μεικτό προϊόν.
3. Ασχέτως τούτων, οι απαιτήσεις γνώσεων, ικανοτήτων, εντιμότητας κ.τ.τ. των φυσικών προσώπων που ασχολούνται, σε Π.Ι., ΑσφΕ, αεπευ και σε άλλους παρόχους
Σελ. 20
επενδυτικών υπηρεσιών, με επενδυτικές εργασίες, αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές στις απαιτήσεις γνώσεων, ικανοτήτων, εντιμότητας των μελών της διοίκησης και υπαλλήλων που ασχολούνται με την διανομή στις ΑσφΕ ή στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Τούτο διευκολύνει την συνεργασία, σε επίπεδο παρουσίασης και πωλήσεων, καθώς κάθε χρηματοπιστωτική επιχείρηση μπορεί να γίνει ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, παράλληλα με το κύριο αντικείμενο εργασίας της, το οποίο δεν επηρεάζεται. Για τον λόγο αυτό, δεν επηρεάζει την συνεργασία η διαφορετική φύση των υπηρεσιών ούτε και η διαφορά του στόχου των απαιτήσεων συμπεριφοράς έναντι του πελάτη, που στα Π.Ι. είναι η ανάκτηση δανείων τους με το λιγότερο επώδυνο τρόπο για τους δανειολήπτες (κριτήρια κοινωνικά και οικονομικά), στις επενδυτικές δραστηριότητες να μη χάνει ο επενδυτής από έλλειμμα πληροφόρησης ό,τι έχει επενδύσει και για στις ασφαλιστικές η μη υποβάθμιση και περιορισμός της ασφαλιστικής κάλυψης.
Τις σημαντικές συγκλίσεις των βασικών ρυθμίσεων των επί μέρους τομέων των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων των τελευταίων χρόνων που δημιουργούν συνέργειες θα μπορούσαμε να τις κατατάξουμε κυρίως στην «κατηγορία» των πελατοκεντρικών απαιτήσεων, ενώ, ανεξάρτητα των συνεργιών, η ομοιομορφία των απαιτήσεων περιλαμβάνει και την διακυβέρνηση, καθώς και την εποπτεία αυτών. Στις ομοιότητες συγκαταλέγονται οι απαιτήσεις σχετικά με τη σύνταξη εγγράφου βασικών πληροφοριών, την πολιτική αιτιάσεων/ παραπόνων των πελατών, την γνωστοποίηση του κόστους των υπηρεσιών, την παροχή συμβουλών και «προειδοποιήσεων» προς αποφυγή λαθεμένων επιλογών, την δήλωση καταλληλότητας της υπηρεσίας/ προϊόντος, τις διασταυρούμενες πωλήσεις, το καθήκον των επιχειρήσεων να ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών, αλλά και πολλές άλλες. Πάντως οι θεσμικές συνεργασίες και οι κοινές/ ομοιόμορφες θεσμικές ρυθμίσεις για τα διάφορα είδη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να γίνονται από την αρμόδια εποπτική Αρχή ή με τη σύμπραξή της, ώστε να αποφεύγεται αρμόδιοι του ενός τομέα να «μιλούν νομοθετώντας» για τον έτερο τομέα, όπου άλλοι είναι νόμιμα και ουσία αρμόδιοι.
4. Ειδική περίπτωση αποτελεί η αντιπροσώπευση στην προώθηση/ πώληση υπηρεσιών και προϊόντων. Όσον αφορά τις επενδυτικές υπηρεσίες των Π.Ι., των αεπευ και των αεεδ, προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων, προώθησης των υπηρεσιών τους, λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής συμβουλών σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, από συνδεδεμένους αντιπροσώπους (σ.α.) οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες. Το βασικό αντικείμενο της εργασίας του σ.α. δεν διαφέρει αυτού που μπορεί να διαμορφώσει συμβατικά με την ΑσφΕ ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, βασικό έργο του οποίου είναι η παροχή συμβουλών, προτάσεων και προπαρασκευή για τη σύναψη, αλλά και η σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων κ.λπ. Όμως υπάρχουν μικρές, αλλά θεμελιώδεις διαφορές, που εν μέρει δικαιολογούνται από την διαφορετική φύση του αντικειμένου της αντιπροσώπευσης.