ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΡΗΤΡΑΣ OFF-HIRE ΣΤΑ ΝΑΥΛΟΣΥΜΦΩΝΑ

Σύγκριση αγγλικού και ελληνικού δικαίου

Συνδυάστε Βιβλίο (έντυπο) + e-book και κερδίστε 12.75€
Δωρεάν μεταφορικά σε όλη την Ελλάδα για αγορές άνω των 30€

Πληρώστε σε έως άτοκες δόσεις των /μήνα με πιστωτική κάρτα.

Σε απόθεμα

Τιμή: 27,75 €

* Απαιτούμενα πεδία

Κωδικός Προϊόντος: 17587
Μητσάκος Δ.
Αθανασίου Λ.
ΣΠΟΥΔΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αθανασίου Λ.
  • Έκδοση: 2020
  • Σχήμα: 14x21
  • Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
  • Σελίδες: 176
  • ISBN: 978-960-654-026-4
  • Black friday εκδόσεις: 10%

Το έργο «Ζητήματα από την εφαρμογή της ρήτρας Off-hire στα ναυλοσύμφωνα. Συγκριτική μελέτη αγγλικού και ελληνικού δικαίου» εξετάζει ένα σύγχρονο και με σπουδαίο πρακτικό ενδιαφέρον θέμα στον χώρο του διεθνούς ναυτικού δικαίου. Στις συμβάσεις ναύλωσης κατά χρόνο (time charters), σχεδόν χωρίς εξαίρεση, προβλέπονται οι λεγόμενες off-hire clauses, σύμφωνα με τις οποίες, ο ναυλωτής δικαιούται να αναστέλλει τη διαρκή υποχρέωσή του προς καταβολή του ναύλου, όταν και για όσο χρονικό διάστημα συντρέχει κάποιο ή κάποια από τα περιγραφόμενα σε αυτές πραγματικά περιστατικά, εξαιτίας των οποίων παρεμποδίζεται η πλήρης λειτουργία του πλοίου.

Η μελέτη στοχεύει να αναδείξει τα σημαντικότερα νομικά και πραγματικά ζητήματα που εγείρονται εκ της εφαρμογής της ρήτρας off-hire, η οποία έχει αναπτυχθεί από το αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, έχοντας βασιστεί για τον σκοπό αυτόν στην ανάλυση της αγγλικής κυρίως νομολογίας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκεκριμένου έργου έγκειται στο ότι συγχρόνως εξετάζονται οι συνέπειες της συγκεκριμένης ρήτρας, σε περίπτωση που, ως εφαρμοστέο δίκαιο σε αυτή, κριθεί το ελληνικό δίκαιο. 

Στο πρώτο μέρος της μελέτης αναλύονται διάφορα επιμέρους ζητήματα που σχετίζονται με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας, ενώ, στο δεύτερο μέρος διερευνάται ο τρόπος αλληλεπίδρασης και η σχέση της ρήτρας off-hire με τα λοιπά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης ναύλωσης, δίνοντας έμφαση σε εκείνα του ναυλωτή, τόσο κατά το αγγλικό όσο και κατά το ελληνικό δίκαιο.

Το έργο αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα για τους δικηγόρους, τους ακαδημαϊκούς, τα στελέχη της ναυτιλιακής αγοράς και τους νομικούς, εν γένει, που ασχολούνται με το ναυτικό δίκαιο.

Περιεχόμενα
Πρόλογος Σελ. VII
Προλογικό Σημείωμα Σελ. IX
Πίνακας Συντομογραφιών Σελ. XVΙΙ
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
I. Προσέγγιση του προβλήματος - Αντικείμενο της μελέτης Σελ. 1
II. Η σύμβαση της ναύλωσης Σελ. 3
Α. Χρονοναύλωση και ρήτρα off - hire: έννοια και νομική φύση Σελ. 5
Β. Η υποχρέωση καταβολής του ναύλου Σελ. 8
III. Βασικές μορφές τυποποιημένων ρητρών off-hire Σελ. 10
Α. NYPE 1946 (ρήτρα 15) Σελ. 10
Β. Baltime 1939 (ρήτρα 11) Σελ. 12
Γ. Shelltime 3 και 4 (ρήτρα 21) Σελ. 12
IV. Γενικές αρχές της ρήτρας off-hire Σελ. 12
Α. Βάρος απόδειξης Σελ. 12
Β. Εφαρμογή της ρήτρας ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εκναυλωτή Σελ. 16
V. Μεθοδολογία - Βασικές αρχές ερμηνείας των συμβατικών όρων και συμπλήρωσης των κενών μιας σύμβασης σε σύστημα common law και σε σύστημα civil law Σελ. 17
Α. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία Σελ. 17
Β. Η συστηματική ερμηνεία Σελ. 18
Γ. Η στενή και contra proferentem ερμηνεία Σελ. 19
Δ. Ο ρόλος της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών Σελ. 20
VI. Διάρθρωση της ύλης Σελ. 22
Μέρος Πρώτο
Οι προϋποθέσεις επίκλησης της ρήτρας off - hire
Κεφάλαιο Α
Η παρεμπόδιση της «πλήρους» διάθεσης του πλοίου
Ι. Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 25
ΙΙ. Οι εκδοχές βάσει των οποίων λογίζεται εάν παρεμποδίζεται ή όχι η χρήση του πλοίου Σελ. 26
Α. Πρώτη εκδοχή - Υπόθεση “The Aquacharm” Σελ. 26
Β. Δεύτερη εκδοχή - Υπόθεση “The Laconian Confidence” Σελ. 28
Γ. Θέση επί της προκριτέας, βάσει του αγγλικού δικαίου, εκδοχής Σελ. 30
Δ. Σημαντική παράμετρος: η ζητούμενη από τον ναυλωτή υπηρεσία προς εκτέλεση από το πλοίο Σελ. 31
ΙΙΙ. Ο χρόνος έναρξης της παρεμπόδισης Σελ. 33
IV. Η έννοια της παρεμπόδισης της «πλήρους» λειτουργίας του πλοίου - Υπόθεση “The Westfalia” Σελ. 34
V. Η έννοια της φράσης “the efficient working of the vessel” στο πλαίσιο του ναυλοσυμφώνου Shelltime 3 και 4 Σελ. 38
Α. Η θέση της αγγλικής νομολογίας - Από την υπόθεση “The Manhattan Prince” στην υπόθεση “The Bridgestone Maru No. 3” Σελ. 38
Β. Κριτικές παρατηρήσεις Σελ. 40
Κεφάλαιο Β
Οι απαριθμούμενες στη ρήτρα off-hire αιτίες ή περιστατικά και η τριπλή τους διάκριση
I. Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 42
II. Η διάκριση των αιτιών σε ενδογενείς (internal causes), εξωγενείς (external causes) και απόλυτα εξωγενείς (totally extraneous causes) Σελ. 44
Α. Η προέλευση των ενδογενών αιτιών (internal causes) Σελ. 45
1. Η έννοια του όρου “Deficiency of men” - Εξαίρεση των ένοπλων φρουρών του πλοίου από το πεδίο εφαρμογής του - Η σημασία της “Piracy clause” Σελ. 46
2. Η έννοια του όρου “Default of men” και η διαφοροποίηση από τον όρο “Deficiency of men” Σελ. 50
i. Το στοιχείο της υπαιτιότητας στην έννοια του όρου “default” - Η θέση της αγγλικής νομολογίας Σελ. 51
ii. Κριτικές παρατηρήσεις - Διάκριση της αμέλειας σε ενσυνείδητη (luxuria) και στην άνευ συνειδήσεως αμέλεια (negligentia) Σελ. 52
III. Η έννοια των εξωγενών αιτιών (external causes) - Η διαφορά από τις απόλυτα εξωγενείς αιτίες (totally extraneous causes) Σελ. 54
Α. Η αναγκαιότητα του σωστού τρόπου ερμηνείας του όρου “any other cause” («κάθε άλλη αιτία») Σελ. 56
Β. H ερμηνευτική προσέγγιση του αγγλικού δικαίου - Εφαρμογή του κανόνα “ejusdem generis” Σελ. 57
1. Αξιολόγηση της θέσης του αγγλικού δικαίου Σελ. 58
Γ. Η ερμηνεία του όρου “any other cause” υπό το πρίσμα του ελληνικού δικαίου - Άρθρα 173, 200, 288, 388 ΑΚ Σελ. 61
IV. Μπορεί ένα πλήρως λειτουργικό πλοίο να τεθεί off - hire; - Γενικές παρατηρήσεις Σελ. 65
Α. Η έννοια, ο ρόλος και η σημασία του πρόσθετου όρου “whatsoever” στη φράση “or any other cause” Σελ. 66
1. Η διφορούμενη θέση της αγγλικής θεωρίας Σελ. 67
2. Η θέση της αγγλικής νομολογίας - Από την υπόθεση “The Mastro Giorgis” στην υπόθεση “The Roachbank” Σελ. 68
3. Η προκριτέα θέση - Το παράδειγμα της πειρατείας Σελ. 70
Β. Το τελικό συμπέρασμα Σελ. 72
Γ. Πρόταση βελτίωσης της ρήτρας Σελ. 73
Κεφάλαιο Γ
Το στοιχείο του χρόνου στην εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης και η αλληλεπίδρασή του με τη ρήτρα off-hire
I. Το στοιχείο της απώλειας χρόνου (loss of time) Σελ. 75
II. Ρήτρες «καθαρής απώλειας χρόνου» (net loss of time clauses) και ρήτρες «περιόδου» (period clauses) Σελ. 76
Α. Ο τρόπος λειτουργίας της ρήτρας «περιόδου» (period clause) Σελ. 78
1. Η ερμηνευτική προσέγγιση της ρήτρας «περιόδου» κατά το ελληνικό δίκαιο (ΑΚ 281) Σελ. 80
Β. Ο τρόπος λειτουργίας της ρήτρας «καθαρής απώλειας χρόνου» (net loss of time clause) - Το κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη Σελ. 81
1. Το κριτήριο “the charter service overall” Σελ. 83
2. Το κριτήριο “the service immediately required” - Υπόθεση “The Athena” Σελ. 84
III. Η περίπτωση της μερικής βλάβης του πλοίου Σελ. 87
Α. Υπόθεση εργασίας - Κρίσιμα ερωτήματα Σελ. 87
Β. Οι απαντήσεις, υπό το πρίσμα των ρητρών «περιόδου» και «καθαρής απώλειας χρόνου» Σελ. 88
Γ. Τα τελικά συμπεράσματα Σελ. 91
Μέρος Δεύτερο
Η σχέση της ρήτρας off-hire με τα λοιπά δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών κατά το αγγλικό και το ελληνικό δίκαιο
Κεφάλαιο Α
Αντιπαραβολή μεταξύ του αγγλοσαξονικού και του ελληνικού ενοχικού δικαίου - Η παρακράτηση ναύλου και η στέρηση χρήσης του πλοίου
I. Βασικές διαφορές μεταξύ του αγγλοσαξονικού και του ελληνικού (ηπειρωτικού) ενοχικού δικαίου Σελ. 94
A. Ως προς την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών Σελ. 94
B. Η διάκριση των συμβατικών όρων σε: conditions, warranties και intermediate terms Σελ. 95
Γ. Ο χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως απόλυτα ακριβόχρονης εκτέλεσης ή σχετικά ακριβόχρονης εκτέλεσης Σελ. 98
II. Η παρακράτηση ναύλου (deduction of hire) Σελ. 99
III. Το δικαίωμα του εκναυλωτή να στερήσει από τον αντισυμβαλλόμενό του τη χρήση του πλοίου (right of withdrawal of the vessel) Σελ. 103
A. Ο ρόλος της λεγόμενης “anti-technicality clause” Σελ. 104
Κεφάλαιο Β
Η ρήτρα off-hire και τα δικαιώματα της υπαναχώρησης, της καταγγελίας και της αποζημίωσης
I. Το δικαίωμα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση της ναύλωσης - Η σημασία της προσωρινής ή της υπέρμετρης διάρκειας του κωλύματος Σελ. 105
Α. Το δικαίωμα της υπαναχώρησης κατά τον ΚΙΝΔ Σελ. 106
1. Η υπαναχώρηση κατά τα άρθρα 155 - 158 ΚΙΝΔ Σελ. 106
2. Υπαναχώρηση και ανυπαίτια αδυναμία παροχής (άρθρο 161 ΚΙΝΔ) Σελ. 108
i. Η περίπτωση του άρθρου 161 εδ. α’ ΚΙΝΔ Σελ. 109
ii. Η περίπτωση του άρθρου 161 εδ. β΄ ΚΙΝΔ Σελ. 111
Β. Η υπαναχώρηση κατ’ άρθρο 401 ΑΚ Σελ. 113
Γ. Η ρήτρα ακύρωσης της σύμβασης (Cancelling Clause) Σελ. 114
II. Η αξίωση του ναυλωτή προς αποζημίωση Σελ. 118
Α. Η αποζημίωση κατά το αγγλικό δίκαιο (Claim for damages) Σελ. 118
Β. Η αξίωση αποζημίωσης κατά το ελληνικό δίκαιο Σελ. 120
III. Το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης ναύλωσης Σελ. 123
Α. Η καταγγελία κατ’ άρθρο 700 ΑΚ Σελ. 123
Β. Κατά το αγγλικό δίκαιο - “Repudiation” Σελ. 125
IV. Οι λοιπές υποχρεώσεις του ναυλωτή Σελ. 128
Α. Η πληρωμή της αξίας των καυσίμων Σελ. 128
Β. Η πληρωμή των λιμενικών τελών Σελ. 130
Επίλογος - Συμπεράσματα Σελ. 131
Παράρτημα Σελ. 135
Οι βασικές ρήτρες Off-hire των κυριότερων τυποποιημένων χρονοναυλοσυμφώνων Σελ. 135
NYPE 1946 (ρήτρα 15) Σελ. 135
NYPE 1993 (ρήτρα 17) Σελ. 135
NYPE 2015 (ρήτρα. 17) Σελ. 136
Baltime 1939 (όπως αναθεωρήθηκε το 2001) (ρήτρα 11) Σελ. 137
Shelltime 3 (ρήτρα 21) Σελ. 137
Shelltime 4 (ρήτρα 21) Σελ. 139
Βιβλιογραφία Σελ. 143
Ελληνική Σελ. 143
Αλλοδαπή Σελ. 144
Νομολογία (Αγγλική) Σελ. 147
Αλφαβητικό Ευρετήριο Σελ. 151

Σελ. 1

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

I. Προσέγγιση του προβλήματος - Αντικείμενο της μελέτης

Κατά την κατάρτιση της σύμβασης της ναύλωσης και ειδικότερα της χρονοναύλωσης, που θα αποτελέσει, όπως θα προκύψει στη συνέχεια, τον πυρήνα της παρούσας μελέτης, τα μέρη στοχεύουν, για διαφορετικούς λόγους το κάθε ένα, στην προσήκουσα εκτέλεση του αναληφθέντος μεταφορικού έργου. Ο μεν ναυλωτής έχει συμφέρον να φτάσει το πλοίο έγκαιρα στο λιμένα προορισμού, ο δε εκναυλωτής να εισπράξει τον οφειλόμενο ναύλο. Ωστόσο, τυχαίνει πολύ συχνά, κατά την άσκηση της θαλάσσιας μεταφορικής δραστηριότητας, να μεσολαβούν ποικίλα περιστατικά, τα οποία επηρεάζουν την ομαλή εκπλήρωση των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων. Το πρόβλημα εντείνεται όταν τα περιστατικά αυτά (π.χ. η μηχανική βλάβη του πλοίου) έχουν σαν αποτέλεσμα να περιορίζεται ή να καθίσταται - προσωρινά - αδύνατη η πλήρης χρήση του πλοίου από το ναυλωτή.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν, σε περιπτώσεις όπως αυτή που προαναφέρθηκε, ο ναυλωτής θα συνεχίσει ή όχι να καταβάλλει τον οφειλόμενο ναύλο, δεδομένου της διαρκούς υποχρέωσής του προς τούτο από τη στιγμή που τεθεί στη διάθεσή του το πλοίο μέχρι και την επαναπαράδοσή του στον αντισυμβαλλόμενό του, πλοιοκτήτη - εκναυλωτή. Η απάντηση, κατ’ αρχήν, είναι αρνητική και προκύπτει από το περιεχόμενο των συνήθως χρησιμοποιούμενων από τα συμβαλλόμενα μέρη τυποποιημένων χρονοναυλοσυμφώνων (NYPE, Baltime, Shelltime). Πιο συγκεκριμένα, προβλέπονται ρήτρες (off-hire ή suspension of hire clauses) οι οποίες παρέχουν το δικαίωμα στο ναυλωτή να αναστέλλει την ως άνω υποχρέωσή του, για τους λόγους και υπό τις

Σελ. 2

προϋποθέσεις που αναφέρονται ρητώς σε αυτές. Η εν λόγω αναστολή διαρκεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αντισυμβαλλόμενός του αποτυγχάνει, και μάλιστα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του, να του διασφαλίσει την αδιάκοπη παροχή των υπηρεσιών του πλοίου.

Η πρόβλεψη μιας σειράς συγκεκριμένων και αυστηρών προϋποθέσεων επιτελεί τον αντισταθμιστικό ρόλο του σημαντικού αυτού οφέλους που αποκτά ο ναυλωτής‧ η σωρευτική πλήρωση των οποίων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή της ρήτρας off-hire. Πιο συγκεκριμένα, έχοντας ως γνώμονα το ναυλοσύμφωνο τύπου NYPE, προϋποτίθεται ότι: Α) παρεμποδίζεται η «πλήρης» διάθεση του πλοίου στο ναυλωτή (prevention of the full working of the vessel), Β) η παρεμπόδιση οφείλεται σε μία από τις απαριθμούμενες στον όρο αιτίες ή περιστατικά (prevention by one of the listed causes or events), και Γ) η παρεμπόδιση έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια χρόνου (loss of time). Ωστόσο, ο εφαρμοστής του δικαίου, όταν καλείται να αξιολογήσει τα εκάστοτε υπό εξέταση πραγματικά περιστατικά, ώστε να αποφανθεί αν πληρούνται ή όχι οι ως άνω προϋποθέσεις, έρχεται πολλές φορές αντιμέτωπος με ποικίλα νομικά και πραγματικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν προσεκτικής ερμηνείας με απώτερο στόχο την όσο το δυνατόν ορθότερη επίλυσή τους.

Αντικείμενο, λοιπόν, της παρούσας μελέτης αποτελεί η νομική ανάλυση και ερμηνεία των ζητημάτων αυτών υπό το πρίσμα τόσο του αγγλικού όσο και του ελληνικού δικαίου. Για την οικονομία δε της ύλης, έχουν επιλεγεί τα κρισιμότερα εξ’ αυτών, τα οποία σχετίζονται με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ρήτρας off-hire αλλά και με τον τρόπο αλληλεπίδρασή της με τα λοιπά δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης ναύλωσης. Για παράδειγμα, σημαντική είναι η προβληματική που αναπτύσσεται σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων αποφασίζεται εάν το εκάστοτε προβαλλόμενο από το ναυλωτή περιστατικό τον παρεμποδίζει πράγματι ή όχι από τη χρησιμοποίηση

Σελ. 3

του πλοίου, καθ’ ότι κομβικό ρόλο κάθε φορά διαδραματίζει ο ακριβής τρόπος διατύπωσης της ρήτρας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι για τη συγγραφή αυτού του πονήματος ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην επισταμένη μελέτη της πλούσιας - επί του συγκεκριμένου θέματος - αγγλικής νομολογίας. Τούτο διότι, όπως θα προκύψει και από την ανάλυση που θα ακολουθήσει, η ρήτρα off-hire αναπτύχθηκε από το αγγλικό common law των συμβάσεων. Το γεγονός δε αυτό σε συνδυασμό με το ότι η προσέγγιση των αναφυόμενων νομικών και πραγματικών ζητημάτων εκ της εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας στα ναυλοσύμφωνα πραγματοποιείται και κατά το ελληνικό δίκαιο αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανά χείρας επιστημονικού έργου.

II. Η σύμβαση της ναύλωσης

Ως ναύλωση (Chartering) ορίζεται η άτυπη αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση κατά την οποία ο ναυλωτής (Charterer) χρησιμοποιεί, κατόπιν συμφωνίας και έναντι χρηματικής αμοιβής (ναύλος/freight), συγκεκριμένο πλοίο, που του διαθέτει ο εκναυλωτής (Shipowner), για την εκτέλεση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων ή προσώπων (ΚΙΝΔ 107).

Η σύμβαση της ναύλωσης είναι μία αμφιμερώς αντικειμενικά εμπορική πράξη και διακρίνεται σε ναύλωση εν στενή και εν ευρεία έννοια. Ειδικότερα, η εν στενή έννοια ναύλωση διακρίνεται

Σελ. 4

σε τρείς βασικές μορφές με βάση το είδος και το βαθμό των εξουσιών που παραχωρούνται στο ναυλωτή σχετικά με το πλοίο. Πρώτον, στη ναύλωση για ορισμένο χρόνο ή αλλιώς χρονοναύλωση (time charter), σύμφωνα με την οποία ο ναυλωτής αποκτά την εμπορική εκμετάλλευση, ενώ ο εκναυλωτής διατηρεί τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου. Δεύτερον, στη ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter), όπου κατά τη διάρκειά της το σύνολο των εξουσιών διατηρείται από τον εκναυλωτή. Και τρίτον, στη ναύλωση γυμνού σκάφους (bare boat/demise charter), όπου ο ναυλωτής αποκτά τόσο τη ναυτική διεύθυνση όσο και την κατοχή του πλοίου, ασκώντας την εμπορική εκμετάλλευση στο όνομά του και για λογαριασμό του.

Σελ. 5

Επιπλέον, η συμφωνία των μερών προκειμένου να καταστεί έγκυρη, αν και δεν απαιτείται να περιβάλλεται από έγγραφο τύπο, στην πράξη αποτυπώνεται σε ναυλοσύμφωνο (charter party), το οποίο δεν έχει συστατικό αλλά αποδεικτικό χαρακτήρα (ΚΙΝΔ 108§1). Απόρροια του άτυπου χαρακτήρα της σύμβασης ναύλωσης αποτελεί το γεγονός ότι το περιεχόμενο του ναυλοσυμφώνου δεν καθορίζεται από το νόμο και ως εκ τούτου τα μέρη, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορούν να προβούν στην ελεύθερη διαμόρφωσή του (ΑΚ 361) . Έτσι, κατά το ελληνικό δίκαιο, πέραν από τις συμβατικές συμφωνίες, εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ για τη ναύλωση, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι ενδοτικού δικαίου και εφαρμόζονται για να συμπληρώσουν τα κενά της σύμβασης ή να ερμηνεύσουν τις δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Παράλληλα δε, λόγω της μη εξαντλητικής ρύθμισης της ναύλωσης στον ΚΙΝΔ, συμπληρωματικής εφαρμογής τυγχάνουν και οι γενικές διατάξεις του ΑΚ, όπως εκείνες για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών (ΑΚ 380 επ.) .

Α. Χρονοναύλωση και ρήτρα off - hire: έννοια και νομική φύση

Ναύλωση κατά χρόνο (time charter) νοείται η σύμβαση εκείνη κατά την οποία ο χρονοεκναυλωτής θέτει στη διάθεση του χρονοναυλωτή, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έναντι καταβολής ναύλου, κατάλληλα επανδρωμένο και εξοπλισμένο πλοίο, προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει για τη μεταφορά πραγμάτων (ή προσώπων) δια θαλάσσης.

Σελ. 6

Κατά την ορθότερη και κρατούσα σήμερα άποψη, η ναύλωση κατά χρόνο αποτελεί μία ειδικώς ρυθμισμένη σύμβαση μίσθωσης έργου, εφαρμοζόμενων αναλογικώς των σχετικών διατάξεων του ΑΚ προς συμπλήρωση των ελλιπών περί ναυλώσεως διατάξεων του ΚΙΝΔ. Έτσι, ο εκναυλωτής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος (ναυτική διεύθυνση). Παράλληλα, όμως, ο πλοίαρχος, επειδή τίθεται υπό τις εντολές του ναυλωτή, παρέχοντας τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του τελευταίου (employment clause), υποχρεούται να εκτελεί έγκαιρα τα ταξίδια στους υποδεικνυόμενους ασφαλείς λιμένες (εμπορική εκμετάλλευση). Η υποχρέωση αυτή στηρίζεται και στη νομική φύση της ναύλωσης, ούσα μία σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης (εκτελεστέα «αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία») κατ’ άρθρο 401 ΑΚ. Για την εφαρμογή της αυτής της διάταξης απαιτείται

Σελ. 7

τα μέρη να συμφωνήσουν τον ακριβή χρόνο εκτέλεσης της εκάστοτε παροχής. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι το στοιχείο του χρόνου ανάγεται σε ουσιώδη όρο της σύμβασης, αφού σε περίπτωση μη τήρησής του ο δανειστής (ναυλωτής) δικαιούται να υπαναχωρήσει για μόνη την καθυστέρηση, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του οφειλέτη (εκναυλωτή) .

Σύμφωνα με τα παραπάνω και με το δεδομένο ότι στη χρονοναύλωση ο χρόνος «τρέχει» σε βάρος του ναυλωτή, αναδεικνύεται η σημασία της ενσωμάτωσης (και κατ’ επέκταση της εφαρμογής) της ρήτρας off-hire στα ναυλοσύμφωνα, η οποία έγκειται στο γεγονός ότι κάμπτεται ο κανόνας της διαρκούς υποχρέωσης του ναυλωτή για την καταβολή του ναύλου. Και τούτο είναι ορθό, αναλογιζόμενος κανείς και την πληθώρα των διακωλυτικών γεγονότων που μπορούν να λάβουν χώρα κατά την εκτέλεση του θαλάσσιου μεταφορικού έργου, τα οποία αποστερούν από το ναυλωτή την αδιάκοπη και πλήρη χρήση

Σελ. 8

του πλοίου. Η κάμψη δε αυτού του κανόνα εδράζεται και στη νομική φύση της συγκεκριμένης ρήτρας, η οποία χαρακτηρίζεται ως μία εξαιρετική ρύθμιση (exception clause) του ναυλοσυμφώνου.

Τα προρρηθέντα επιβεβαιώνονται και από το περιεχόμενο της έννοιας της ρήτρας off-hire το οποίο αποτυπώνεται εναργώς στην υπόθεση “The Mareva”, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά:

“[…] the object is clear. The owners provide the ship and the crew to work her. So long as these are fully efficient and able to render to the charterers the service then required, hire is payable continuously. But if the ship is for any reason not in full working order to render the service then required from her, and the charterers suffer loss of time in consequence, then hire is not payable for the time so lost […]” [Σε ελεύθερη μετάφραση: «ο σκοπός (σ.σ. της ναύλωσης) είναι ξεκάθαρος. Ο εκναυλωτής παρέχει το πλοίο και το πλήρωμα. Έτσι, όσο αυτά είναι πλήρως διαθέσιμα και ικανά να εκτελέσουν την υπηρεσία που ζητείται από το ναυλωτή, τότε ο ναύλος πρέπει να καταβάλλεται διαρκώς. Παρ΄ όλα αυτά, αν το πλοίο δεν είναι πλήρως ικανό να εκτελέσει την ζητούμενη υπηρεσία, με συνέπεια ο ναυλωτής να χάνει χρόνο από τη συμφωνηθείσα διάρκεια της ναύλωσης, τότε ο ναύλος δεν καταβάλλεται για το χρόνο που χάθηκε.»]

Β. Η υποχρέωση καταβολής του ναύλου

Στο πλαίσιο της χρονοναύλωσης, η καταβολή του ναύλου (hire) αποτελεί τη βασικότερη υποχρέωση του ναυλωτή. Ο ναύλος αποτελεί

Σελ. 9

το αντάλλαγμα για τη χρησιμοποίηση του πλοίου και τη μεταφορά των πραγμάτων και ορίζεται, συνήθως, σε χρήμα. Όσον αφορά τον τρόπο της καταβολής του, αυτός πραγματοποιείται, ως επί τω πλείστον, σε μετρητά (“in cash”), (συνήθως) ανά δεκαπενθήμερο, προκαταβολικά και σε διαρκή βάση, από τη στιγμή της παράδοσης του πλοίου έως και την επαναπαράδοσή του στον πλοιοκτήτη - εκναυλωτή. Επιπλέον, κατά το αγγλικό δίκαιο, θα πρόκειται για μία απόλυτη υποχρέωση, υπό την έννοια ότι εφόσον αυτή δεν εκπληρωθεί στο συμφωνημένο χρόνο, τότε ο εκναυλωτής δικαιούται, κατ’

Σελ. 10

αρχήν, να στερήσει το χρονοναυλωμένο πλοίο από τον χρονοναυλωτή, αφού προηγουμένως προβεί σε σχετική ειδοποίησή του.

Προς αποφυγή, λοιπόν, του παραπάνω αρνητικού αποτελέσματος και σε συνδυασμό με τον ακριβόχρονο χαρακτήρα της ναύλωσης, το αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων έχει εισαγάγει στα τυποποιημένα χρονοναυλοσύμφωνα - χάριν προστασίας του ναυλωτή - τη ρήτρα off-hire. Έτσι, ο χρονοναυλωτής δεν οφείλει ναύλο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο δεν είναι διαθέσιμο από αιτίες που καθορίζονται στη σύμβαση και δεν τον αφορούν.

III. Βασικές μορφές τυποποιημένων ρητρών off-hire

Α. NYPE 1946 (ρήτρα 15)

Για τους σκοπούς της παρούσας, το τυποποιημένο χρονοναυλοσύμφωνο NYPE 1946, θα αποτελέσει το εργαλείο για τη μελέτη της ρήτρας off-hire. Τούτο διότι, παρά την έκδοση των πλέον πρόσφατων αναθεωρημένων εκδόσεών του, ο συγκεκριμένος τύπος ναυλοσυμφώνου αποτελεί τη βάση με την οποία πραγματοποιείται, ακόμα και σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των χρονοναυλώσεων διεθνώς. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί το περιεχόμενο της ρήτρας off- hire στην τυποποιημένη της μορφή.

Σελ. 11

Clause 15: “That in the event of the loss of time from deficiency of men or stores, fire, breakdown or damages to hull, machinery or equipment, grounding, detention by average accidents to ship or cargo, drydocking for the purpose of examination or painting bottom, or by any other cause preventing the full working of the vessel, the payment of hire shall cease for the time thereby lost; and if upon the voyage the speed be reduced by thereof, and all extra expenses shall be deducted from the hire.”

Σε ελεύθερη μετάφραση αυτός ο όρος αποδίδεται ως εξής:

Ρήτρα 15: «Σε περίπτωση απώλειας χρόνου λόγω ανικανότητας/ανεπάρκειας του πληρώματος ή έλλειψης εφοδίων, πυρκαγιάς, βλάβης ή ζημίας στο σκάφος, στις μηχανές ή τον εξοπλισμό του πλοίου, προσάραξης, καθυστέρησης στη συνέχιση του ταξιδιού λόγω ζημιογόνων ατυχημάτων στο πλοίο ή στο φορτίο, δεξαμενισμού του πλοίου με σκοπό τον έλεγχο ή το χρωματισμό των υφάλων του σκάφους, ή λόγω οιασδήποτε άλλης αιτίας που παρεμποδίζει την πλήρη λειτουργία του πλοίου, η καταβολή ναύλου θα αναστέλλεται για το χρόνο που έχει χαθεί εξ’ αυτού του λόγου‧ και αν ακόμα κατά τον πλου μειωθεί η ταχύτητα εξαιτίας αυτών των περιστατικών, καθώς επίσης και όλα τα επιπρόσθετα έξοδα θα παρακρατούνται από το ναύλο.»

Το ανωτέρω λεκτικό αποτελεί πρότυπο ρήτρας και τα μέρη μπορούν να το διαμορφώσουν ελεύθερα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας λέξεις ή φράσεις, ώστε το περιεχόμενό του να εναρμονίζεται πλήρως με τις εμπορικές τους συμφωνίες. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι και άλλοι όροι του ναυλοσυμφώνου μπορούν να ρυθμίζουν άλλα περιστατικά, πλην των όσων προβλέπονται στη βασική ρήτρα

Σελ. 12

off-hire, τα οποία με τη σειρά τους κάλλιστα δύνανται να την ενεργοποιήσουν. Στην περίπτωση αυτή, όλες οι σχετικές ρήτρες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να προκρίνεται η εφαρμογή εκείνης που συνάδει τόσο με την κοινή επιχειρηματική λογική όσο και με την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μερών.

Β. Baltime 1939 (ρήτρα 11)

Μικρότερη απήχηση στο ναυτιλιακό κόσμο έχει το χρονοναυλοσύμφωνο Baltime, γι’ αυτό το λόγο η σχετική ρήτρα off-hire (για το περιεχόμενό της βλ. Παράρτημα) θα αξιοποιηθεί στη συνέχεια για μεμονωμένα ζητήματα και από άποψη συγκριτικής μελέτης.

Γ. Shelltime 3 και 4 (ρήτρα 21)

Το συγκεκριμένο χρονοναυλοσύμφωνο εξυπηρετεί μικρό αριθμό μεταφορών, κυρίως υδρογονανθράκων, γι’ αυτό το περιεχόμενο της δικής του ρήτρας off-hire (βλ. Παράρτημα) θα αξιοποιηθεί κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ακριβώς και εκείνο του τύπου Baltime.

IV. Γενικές αρχές της ρήτρας off-hire

Α. Βάρος απόδειξης

Για να ληφθεί η απόφαση περί της εφαρμογής ή μη της ρήτρας off-hire πρέπει πρώτα να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα: ποιο από

Σελ. 13

τα συμβαλλόμενα μέρη φέρει (κατά το αγγλικό δίκαιο) το σχετικό βάρος απόδειξης. Η δυσκολία του ερωτήματος εντείνεται, όταν ο εφαρμοστής του δικαίου επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα αυτό κάνοντας αντιπαραβολή με το καθεστώς ευθύνης των μερών σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της χρονοναύλωσης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πριν δοθεί η τελική απάντηση, κρίνεται σκόπιμη η εκ προοιμίου σύντομη καταγραφή του καθεστώτος της συμβατικής ευθύνης των μερών.

Κατά το αγγλικό δίκαιο η συμβατική ευθύνη εξαρτάται από την έκταση των αμοιβαίων υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το κάθε συμβαλλόμενο μέρος, κατ’ εφαρμογή της αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, καθώς επίσης και το είδος των εξουσιών που διαθέτει. Για παράδειγμα, ο εκναυλωτής υποχρεούται να παράσχει ένα αξιόπλοο πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης ναύλωσης (άρθ. 3§1 ΚΧΒ). Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί, τότε τεκμαίρεται (μαχητά) η υπαιτιότητά του, αναφορικά με το ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσήκουσα επιμέλεια (due diligence). Επομένως, η ευθύνη που θεσπίζεται είναι νόθος αντικειμενική και όχι η λεγόμενη “strict liability” που ισχύει εν γένει στο common law. Εν προκειμένω, λοιπόν, ο εκναυλωτής βαρύνεται να αποδείξει ότι δεν υφίσταται πταίσμα ούτε του ίδιου αλλά και ούτε των προστηθέντων του (άρθ. 4§1 ΚΧΒ).

Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και αν η σύμβαση διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι δε διαταράσσεται ο πυρήνας της ευθύνης, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται στις αναγκαστικού δικαίου γενικές διατάξεις των άρθρων 134-148 ΚΙΝΔ, οι οποίες συμπληρώνονται από τις διατάξεις του ΑΚ. Έτσι, από τη μία, ο χρονοεκναυλωτής

Σελ. 14

ευθύνεται για τις ζημίες που προκάλεσε στο χρονοναυλωτή εξαιτίας της ακαταλληλότητας του πλοίου που του διέθεσε, καθώς επίσης και για τα πταίσματα, ίδια ή των προστηθέντων του (άρθρα 135 και 138§1 ΚΙΝΔ), τα οποία σχετίζονται με τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου. Από την άλλη, ο χρονοναυλωτής ευθύνεται απέναντι στον χρονοεκναυλωτή για τα πταίσματα, ίδια ή των βοηθών εκπλήρωσης ή των προστηθέντων του, αλλά και για τις βλάβες που προκάλεσε στο πλοίο κατά την εμπορική χρησιμοποίησή του. Οι σχετικές διατάξεις του ΚΙΝΔ θεσπίζουν νόθο αντικειμενική ευθύνη του εκναυλωτή, υπό την έννοια ότι επισυμβάντων γεγονότων κατ’ άρθρο 134 ΚΙΝΔ ο τελευταίος οφείλει να αποδείξει ότι δε βαρύνεται με πταίσμα ούτε ο ίδιος ούτε οι προστηθέντες του.

Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, όσον αφορά τη ρήτρα off-hire, το μέρος που πάντοτε βαρύνεται να επικαλεστεί και εν συνεχεία

Σελ. 15

να αποδείξει τη σωρευτική πλήρωση των προϋποθέσεών της είναι, κατά το αγγλικό δίκαιο, ο ναυλωτής. Τούτο οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας της ρήτρας, ως μια εξαιρετική ρύθμιση του χρονοναυλοσυμφώνου, η οποία τίθεται υπέρ ενός εκ των δύο συμβαλλομένων μερών και εν προκειμένω του ναυλωτή. Έτσι, ο τελευταίος καλείται να αποδείξει, κατά βάση, τρία πράγματα. Πρώτον, ότι το περιστατικό που επικαλείται (π.χ. η μηχανική βλάβη) εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας. Δεύτερον, ότι ο ίδιος παρεμποδίζεται, εξαιτίας αυτού (του περιστατικού), από το να χρησιμοποιεί πλήρως το πλοίο. Τρίτον, ότι το συγκεκριμένο περιστατικό έχει προκαλέσει την απώλεια χρόνου από την προβλεπόμενη διάρκεια ισχύος της ναύλωσης. Τέλος, κρίνεται σκόπιμη η συμπληρωματική αναφορά μιας τέταρτης - αυτονόητης μεν, αναγκαίας δε - προϋπόθεσης, εκείνη της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του προβαλλόμενου

Σελ. 16

περιστατικού, της προκληθείσας παρεμπόδισης και της απώλειας χρόνου.

Β. Εφαρμογή της ρήτρας ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εκναυλωτή

Η παραβίαση από τον εκναυλωτή κάποιου όρου της σύμβασης της ναύλωσης, υπό την έννοια της ύπαρξης πταίσματος, είτε του ίδιου είτε των προστηθέντων του, δεν αποτελεί κατά το αγγλικό δίκαιο προαπαιτούμενο για την ενεργοποίηση της ρήτρας. Κατ’ αρχάς, αρκεί το γεγονός ότι επήλθε απώλεια χρόνου. Γι’ αυτό το λόγο και στην υπόθεση “The Berge Sund” ο δικαστής Steyn J. τόνισε ότι: “The clause does not require that “off-hire events” should be attributable to the fault of the owners. Instead the emphasis is on a pragmatic allocation of risk.”

Με άλλα λόγια, ο εφαρμοστής του δικαίου δεν είναι απαραίτητο να αναζητήσει εάν η αδυναμία της πλήρους διάθεσης του πλοίου στο ναυλωτή οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου του. Εάν, παρ’ όλα αυτά, στοιχειοθετηθεί τέτοια ευθύνη, τότε θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ναυλωτής δικαιούται όχι μόνο να αναστείλει την καταβολή του ναύλου, αλλά ταυτόχρονα να ασκήσει αξίωση προς αποζημίωση κατά του εκναυλωτή για παραβίαση όρου

Σελ. 17

της σύμβασης ή ακόμα και να προβεί, υπό προϋποθέσεις, στη λύση της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το βέβαιο είναι, ότι ο ναυλωτής δεν επωφελείται από τη ρήτρα, εφόσον η ενεργοποίησή της στηρίζεται σε περιστατικό, για την πρόκληση του οποίου ευθύνεται ο ίδιος ή οι προστηθέντες του.

V. Μεθοδολογία - Βασικές αρχές ερμηνείας των συμβατικών όρων και συμπλήρωσης των κενών μιας σύμβασης σε σύστημα common law και σε σύστημα civil law

Σκοπός της παρούσας παραγράφου είναι η σύντομη καταγραφή και ανάλυση των βασικότερων μεθόδων ερμηνείας των συμβατικών όρων, τόσο κατά το αγγλικό όσο και κατά το ελληνικό δίκαιο. Οι παρακάτω μέθοδοι ερμηνείας επιβάλλεται να χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία της ρήτρας off-hire, λόγω του ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελεί μία εξαιρετική ρύθμιση του ναυλοσυμφώνου.

Α. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία

Αφετηρία για τη διαλεύκανση τυχόν ασαφειών στους όρους μιας σύμβασης (όπως ισχύει και στα νομοθετικά κείμενα) αποτελεί η γραμματική ερμηνεία, σύμφωνα τόσο κατά το ελληνικό όσο και κατά το αγγλικό δίκαιο. Στο common law η αυξημένη σημασία της μεθόδου αυτής έγκειται στο γεγονός ότι, εάν κάποιος όρος δεν συμπεριληφθεί ρητά στη σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των υστέρων ότι αποτελεί τμήμα της, έστω και αν τα μέρη σκόπευαν να

Σελ. 18

τον ενσωματώσουν ή ήθελαν να προσδώσουν σε αυτό διαφορετικό περιεχόμενο. Εν προκειμένω, σημείο εκκίνησης του εφαρμοστή του δικαίου για την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση της ρήτρας off-hire αποτελεί η αυστηρή και κατά γράμμα ερμηνεία του τρόπου διατύπωσής της. Η μέθοδος της γραμματικής ερμηνείας είναι πρωτεύουσας σημασίας για να γίνει αντιληπτό αν ένας όρος είναι σαφής ή όχι. Οπότε στην τελευταία περίπτωση η ερμηνευτική αναζήτηση θα χρειαστεί να συνεχιστεί και σε ένα δεύτερο στάδιο, εκείνο της συστηματικής ερμηνείας.

Β. Η συστηματική ερμηνεία

Επειδή η γραμματική ερμηνεία, τις περισσότερες φορές, δεν αρκεί από μόνη της να συλλάβει το νόημα μιας λεκτικής ή φραστικής ασάφειας ενός συγκεκριμένου όρου, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των όρων της σύμβασης, ώστε να επιτυγχάνεται η αρμονική συνύπαρξή τους. Ακριβώς αυτό το ρόλο διαδραματίζει η συστηματική ερμηνεία. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η βασική ρήτρα off-hire του NYPE 46 προβλέπεται στη ρήτρα 15, αυτό δε σημαίνει ότι κάποια άλλα περιστατικά ή αιτίες, που μπορούν να θέσουν το πλοίο εκτός ναύλου, δεν μπορούν να ρυθμιστούν σε άλλους όρους του ναυλοσυμφώνου αυτοτελώς και πιο λεπτομερώς λόγω της σπουδαιότητας τους. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση

Σελ. 19

θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί όροι, ώστε να επιλέγεται ο ορθότερος εξ’ αυτών για τη σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών.

Γ. Η στενή και contra proferentem ερμηνεία

Παρ’ όλα αυτά, εάν εξακολουθεί να υφίσταται η αδυναμία της πλήρους διαλεύκανσης της αμφιβολίας ως προς την αναστολή ή μη της υποχρέωσης του ναυλωτή προς καταβολή του ναύλου, τότε γίνεται παγίως δεκτό στην αγγλική νομολογία ότι τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας της contra proferentem ερμηνείας. Ο συγκεκριμένος κανόνας σημαίνει ότι, εφόσον τα μέρη έχουν ενσωματώσει στη συμφωνία τους έναν εξαιρετικό όρο και υπάρχει αμφιβολία ή διχογνωμία ως προς την έννοια ορισμένων χρησιμοποιούμενων φράσεων ή λέξεων, η επίλυση αυτών των διχογνωμιών ή αμφιβολιών πραγματοποιείται εναντίον του μέρους εκείνου, χάριν του οποίου εισήχθη αυτός ο όρος και θα ωφελούταν από την εφαρμογή του (contra proferentem rule). Έτσι, αφ’ ης στιγμής η ρήτρα off-hire αποτελεί έναν εξαιρετικό όρο του ναυλοσυμφώνου, επιτρέπεται στον εφαρμοστή του δικαίου να ερμηνεύει τυχόν ασάφειες ή αμφιβολίες εναντίον του μέρους υπέρ του οποίου αυτός εισήχθη, εν προκειμένω, εναντίον του ναυλωτή. Και επειδή αυτός ο τρόπος ερμηνείας έχει ως αποτέλεσμα, για την πλειοψηφία των περιπτώσεων, τη μη ενεργοποίηση

Σελ. 20

της ρήτρας, κρίνεται σκόπιμη η συνέχιση της αναζήτησης άλλων μεθόδων για τη συμπλήρωση τυχόν δημιουργηθέντων κενών στη σύμβαση.

Δ. Ο ρόλος της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών

Με δεδομένο ότι η προσέγγιση των ζητημάτων που αναπτύσσονται στην παρούσα μελέτη πραγματοποιείται υπό το πρίσμα τόσο του αγγλικού όσο και του ελληνικού δικαίου, εξετάζεται η επιπρόσθετη δυνατότητα των μερών να ανατρέξουν στις γενικές αρχές του (συμβατικού) δικαίου κάθε έννομης τάξης, λόγω της μεταβολής των αρχικών συνθηκών, βάσει των οποίων καταρτίστηκε η σύμβαση της ναύλωσης.

Το πρόβλημα εντείνεται στην περίπτωση που παραμένουν κενά στη δικαιοπραξία, ακόμα και μετά την εφαρμογή των προαναφερθέντων ερμηνευτικών μεθόδων. Παρατηρείται ότι το common law των συμβάσεων τηρεί πιο άκαμπτη στάση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ηπειρωτικά δίκαια και δη το ελληνικό, παρά το γεγονός ότι και στα δυο νομικά αυτά συστήματα, όπως άλλωστε και διεθνώς, ισχύει η αρχή ότι «οι συμβάσεις πρέπει να τηρούνται» (pacta sunt servanda). Πιο συγκεκριμένα, το αγγλικό δίκαιο νομοτεχνικά απορρίπτει την υιοθέτηση αορίστων και γενικών ρητρών, λόγω του ελλοχεύοντος κινδύνου ανασφάλειας του δικαίου. Έτσι, δίδεται προβάδισμα στην επακριβή και αυστηρή τήρηση των όσων έχουν γραπτώς συμφωνήσει τα συμβαλλόμενα μέρη, δίχως να υπάρχει η δυνατότητα διαπλαστικής επέμβασης στο συμβατικό περιεχόμενο. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι το δίκαιο αυτό δε διαπνέεται στο σύνολό του από ευκαμψία, όπως όταν, λ.χ. για την ερμηνεία αμφίσημων όρων, γίνεται αναφορά στις προθέσεις (στη βούληση) των μερών (intention of the parties), η οποία αντιστοιχεί στην ελληνική ρύθμιση του άρθρου 173 ΑΚ.

Back to Top