ΖΩΝΕΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
- Έκδοση: 2025
- Σχήμα: 14x21
- Βιβλιοδεσία: Εύκαμπτη
- Σελίδες: 136
- ISBN: 978-618-08-0551-2
ΙΙ. Η ιστορική εξέλιξη της αιγιαλίτιδας ζώνης 12
ΙΙΙ. Η μέθοδος ή οι μέθοδοι υπολογισμού του εύρους
της αιγιαλίτιδας ζώνης και των υπολοίπων ζωνών 13
Το διεθνές καθεστώς των Στενών 21
ΙΙ. Η διάκριση του καθεστώτος των Στενών από
το καθεστώς της Αιγιαλίτιδας Ζώνης 30
ΙΙΙ. Το δικαίωμα των πολεμικών πλοίων να διέρχονται τα στενά 35
IV. Το δικαίωμα των υποβρυχίων να διέρχονται τα στενά 38
V. Το δικαίωμα των πτήσεων πάνω από τα διεθνή στενά 39
VI. Τα όρια της δικαιοδοσίας στα στενά 41
VII. Η περίπτωση της Ελλάδας 46
Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 49
ΙΙ. Η θεσμοθέτηση της ΑΟΖ και η νομική φύση της 50
ΙΙΙ. Η κήρυξη της ΑΟΖ και η οριοθέτησή της 53
IV. H περίπτωση της Ελλάδας 66
V. Ορισμένες καταληκτικές σκέψεις για την ΑΟΖ 78
ΙΙ. Η Τρίτη Συνδιάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας 86
ΙΙΙ. Η Υφαλοκρηπίδα σύμφωνα με τη ΣΔΘ 87
IV. Το ειδικό καθεστώς των νησιών 89
V. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας 90
VI. Το εξωτερικό όριο πέραν των 200 ν.μ. 94
VII. Ιστορική εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου
σχετικά με την οριοθέτηση 95
Η Αποστρατιωτικοποίηση των Ελληνικών νησιών 103
Σελ. 1
Εισαγωγή
Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί τμήμα του Διεθνούς Δικαίου, με αυξανόμενη επιρροή στα κράτη, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΣΔΘ) του 1982, που φιλοξενούσε, μέσα σε ένα ενιαίο κείμενο όλες τις διατάξεις που είχαν σημασία για το χώρο της θάλασσας. Η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν είχε ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση της από τη διεθνή κοινότητα ως ενός εγκρίτου νομικού κειμένου, σε σημείο που οι διατάξεις της έχουν μεταφερθεί και στο εθιμικό δίκαιο, δεσμεύοντας, έτσι, τόσο τα μέρη της Σύμβασης, όσο και τα μη μέρη. Φυσικά, μόνον όσον αφορά τις ουσιαστικές διατάξεις της ΣΔΘ, γιατί οι διαδικαστικές διατάξεις δεν δημιουργούν έθιμο, εκτός των περιπτώσεων των μεθόδων οριοθέτησης, των Άρθρων 74 και 83(1) που έχουν γίνει δεκτές από το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, και μάλιστα είναι αυτό που τις επέβαλε.
Με τη ΣΔΘ έχουμε μια ριζική μεταβολή των θεμελιωδών αντιλήψεων για το δίκαιο που διέπει τη θάλασσα στον πλανήτη μας. Με δεδομένο ότι η προηγούμενη κατάσταση, στο χώρο του Δικαίου της Θάλασσας, προσδιοριζόταν από την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών, και τους κανόνες της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, της ελευθερίας της αλιείας, της ελευθερίας της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού, και της ελευθερίας πόντισης υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, μεταπίπτουμε σε μια σχετική αλλαγή προτεραιοτήτων· με κύριο επιδραστικό παράγοντα τα οικονομικά συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας, η οποία βλέπει πιά τη θάλασσα ως τόπο πλουτισμού, με την εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου, που βρίσκεται στο υπέδαφος του βυθού και στην υδάτινη στήλη πάνω από αυτόν. Έτσι από τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια (εννοούμε το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου) παρατηρείται μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος των κρατών από
Σελ. 2
την ελευθερία των θαλασσών, ως της βασικής αρχής, στην ιδιοποίηση των θαλασσών σε μια προσπάθεια χρήσης τους για αλλότριους σκοπούς από τους αρχικούς. Αν και η ελευθερία των ανοιχτών θαλασσών παραμένει το κυρίαρχο μέλημα της διεθνούς κοινότητας, νέες ζώνες έρχονται να προστεθούν στα πλαίσια της εθνικής δικαιοδοσίας (και όχι μόνον) οι οποίες αφαιρούν από τη θαλάσσια έκταση τεράστια τμήματα της, τα οποία και αποδίδουν στα κράτη για λειτουργικούς σκοπούς. Η αρχή γίνεται με την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (στο εξής: υφαλοκρηπίδα), καθώς προστίθενται σε αυτήν ζώνες αλιείας, που στερούν σε τμήματα των θαλασσών, κοντά στις ακτές, την δυνατότητα που άλλοτε είχε η οικουμένη ολόκληρη να εκμεταλλεύεται θαλάσσιους πόρους ελεύθερα. Ιδιαίτερα για την αλιεία, όπου τα βασικά αλιεύματα βρίσκονται κοντά στις ακτές και σε μέτρια βάθη η υιοθέτηση ζωνών αλιείας στοίχισε σε πολλά κράτη τη δυνατότητα να απολαμβάνουν αυτήν την ελευθερία. Αλλά το καίριο χτύπημα ήρθε με τη ΣΔΘ, που υιοθέτησε δυο ζώνες, πέρα από την αιγιαλίτιδα, την οποία διεύρυνε ως τα 12 ν.μ. από τις ακτές, την υφαλοκρηπίδα και τις ζώνες αλιείας, αυτήν της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), και της «Κοινής Κληρονομίας της Ανθρωπότητας». Για τη δεύτερη θα πούμε δυο λόγια, γιατί δεν περιλαμβάνεται στις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας, που είναι το αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Πρόκειται για μια ζώνη βυθού και υπεδάφους του που βρίσκεται πέρα από την εθνική δικαιοδοσία, της οποίας το εσωτερικό της όριο είναι το εξωτερικό όριο της ΑΟΖ ή της υφαλοκρηπίδας, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται πέρα των 200 ν.μ., ως την έκταση των 350 ν.μ., που είναι το απώτατο επιτρεπτό όριο της. Σε αυτήν τη ζώνη η εκμετάλλευση και η εξερεύνηση των βυθών έχει ανατεθεί σε ένα διεθνή οργανισμό, ο οποίος σκοπό έχει τις προσόδους από αυτήν την ενέργεια να τις διανέμει στα περισσότερα φτωχά κράτη, ούτως ώστε να κλείσει βαθμιαία η ψαλίδα με τα πλουσιότερα. Είναι μια προσπάθεια διανεμητικής δικαιοσύνης, που στο μέλλον, όταν οι τεχνολογικές συνθήκες επιτρέψουν την εκμετάλλευση βαθύτατων υδάτων, (και αν στο μεταξύ οι τεχνολογικές συνθήκες δεν
Σελ. 3
αποτρέψουν τη χρήση υδρογονανθράκων) θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς.
Πάντως, προκειμένου να εξισορροπηθεί η ελευθερία των θαλασσών με την ιδιοποίηση θαλασσίων εκτάσεων από τα παράκτια κράτη, διατηρήθηκε σε όλες τις ζώνες το κεντρικό χαρακτηριστικό της, δηλ. η ελευθερία της ναυσιπλοΐας, που δεν επηρεάζεται από την ιδιοποίηση και παραμένει αλώβητη, ως ελευθερία, για όλες τις θαλάσσιες ζώνες, παρά τους περιορισμούς στα άλλα συστατικά γνωρίσματα της ελευθερίας των θαλασσών στις ζώνες αυτές. Μοναδική εξαίρεση, που δεν είναι νεότευκτη, αποτελεί η αιγιαλίτιδα ζώνη, στην οποία ισχύει η αβλαβής διέλευση, που σημαίνει ότι το πλοίο που περνάει μέσα από αυτήν για να καταλήξει είτε σε ένα άλλο τμήμα της ελεύθερης θάλασσας, είτε σε λιμάνι του παράκτιου κράτους, θα πρέπει να τηρεί ορισμένους κανόνες που το κράτος της αιγιαλίτιδας υπαγορεύει ή που προέρχονται απευθείας από το Διεθνές Δίκαιο. Εξάλλου η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι ζώνη εθνικής κυριαρχίας, κι όχι απλά λειτουργική ζώνη δικαιοδοσίας, και ως εκ τούτου δικαιολογείται η ειδική συμπεριφορά την οποία επιφυλάσσει το Διεθνές Δίκαιο γι’ αυτήν.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα παρουσιάσουμε λεπτομερειακά τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας. Αυτές είναι: τα εσωτερικά ύδατα, η αιγιαλίτιδα ζώνη, η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, παραλείποντας μια ζώνη που η Ελλάδα δεν έχει, ούτε πρόκειται να αποκτήσει, τη συνορεύουσα ζώνη. Στη ζώνη αυτή, η οποία ξεκινάει από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας, το παράκτιο κράτος ασκεί δικαιώματα ελέγχου με σκοπό την εφαρμογή της υγειονομικής, τελωνειακής, δημοσιονομικής και μεταναστευτικής διοικητικής νομοθεσίας. Σε χώρους όπως το Αιγαίο Πέλαγος, όπου οι αποστάσεις είναι σχετικά μικρές, μια τέτοια ζώνη ή δεν μπορεί να υπάρχει, ή η αναγκαιότητα της είναι άκρως περιορισμένη.
Τέλος, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, σε κάθε ζώνη εθνικού ενδιαφέροντος, μνεία θα γίνεται και για τα επικρατούντα στην Ελλάδα, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκτά, μια πλήρη εικόνα του πραγματικού καθεστώτος που υπάρχει, ή μπορεί να υπάρξει στο
Σελ. 4
μέλλον για τις εθνικές ζώνες δικαιοδοσίας. Στις ζώνες δικαιοδοσίας, όπως έγινε φανερό στις παραπάνω γραμμές, περιλαμβάνουμε και τις ζώνες κυριαρχίας ή σχετικής κυριαρχίας (στην πρώτη περίπτωση καταλέγονται τα εσωτερικά ύδατα, στη δεύτερη η αιγιαλίτιδα ζώνη), οι οποίες δεν παύουν να είναι και ζώνες κυριαρχίας, αφού στο μείζον (στην κυριαρχία) περιλαμβάνεται και το έλασσον. Πάντως, θα πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, οι μόνες ζώνες που είναι δεδομένες είναι τα εσωτερικά ύδατα, και η αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 ν.μ. Πέρα από αυτές οι άλλες ζώνες δεν έχουν οριοθετηθεί, και οποιαδήποτε συζήτηση γι’ αυτές (ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, αποκλειστική οικονομική ζώνη) αποτελεί διεκδίκηση, και όχι δικαίωμα. Η διεκδίκηση θα μετατραπεί σε δικαίωμα μόνο στην περίπτωση οριοθέτησης τους με τις γειτονικές της χώρες, και πιο συγκεκριμένα την Τουρκία και την Αίγυπτο (με την οποία έχει, ως τα τώρα επιτευχθεί μερική οριοθέτηση με συμφωνία). Αυτήν την προϋπόθεση θέτει η ΣΔΘ για όλες τις ζώνες, με την εξαίρεση της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία οριοθετείται μονομερώς από το παράκτιο κράτος.Τέλος θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι με την Ιταλία έχει ήδη πραγματοποιηθεί συμφωνία οριοθέτησης, η οποία αντικατέστησε την συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας του 1977 με μια συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, η οποία έδωσε την ευκαιρία στην Ελλάδα να διευρύνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο Πέλαγος, μετά από την επίτευξη της συμφωνίας. Τέλος, με την Αλβανία εκκρεμεί συμφωνημένη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, αφού η συμφωνία που επετεύχθη από τις δυο χώρες, δεν έγινε τελικά δεκτή από την Αλβανία.
Σελ. 5
Κεφάλαιο Πρώτο
Τα Εσωτερικά Ύδατα
Ι. Εισαγωγικά
Ως εσωτερικά ύδατα νοείται η περιοχή της θάλασσας η οποία βρίσκεται αμέσως μετά την ακτή ενός παράκτιου κράτους και εξικνείται ως την αρχή της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αν και, στην πραγματικότητα αποτελεί τμήμα της αιγιαλίτιδας ζώνης. Ως εσωτερικά ύδατα, νοούνται τα λιμάνια, και οι κόλποι μιας χώρας, όπως και κάθε τμήμα θαλάσσιου νερού που βρίσκεται σε ιδιόμορφη κατάσταση, λόγω της ιδιοτυπίας του γήινου εδάφους ενός κράτους.
ΙΙ. Τα λιμάνια
Τα λιμάνια μιας χώρας είναι το συνηθέστερο τμήμα των εσωτερικών υδάτων, και σε αυτό επικρατεί η κυριαρχία του παράκτιου κράτους. Αλλά, παρά την κυριαρχία, ορισμένοι κανόνες προσδιορίζουν τη στάθμευση και την παραμονή αλλοδαπών πλοίων, τα οποία βρίσκονται σε αυτά. Ως γενικός κανόνας θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στα λιμάνια επικρατεί το εσωτερικό δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκεται το λιμάνι. Εφόσον το κράτος είναι κυρίαρχο στο έδαφος του, τότε και το λιμάνι, στην επίγεια μορφή του (εγκαταστάσεις και λοιπά κτίσματα), αλλά και το υδάτινο περιβάλλον που το απαρτίζει αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του λιμανιού. Αλλά αυτός είναι ο γενικός κανόνας ο οποίος κάμπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις από το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελευθερία των θαλασσών.
Τα αλλοδαπά εμπορικά πλοία μπορούν να εισέλθουν ελεύθερα σε ένα λιμάνι τρίτου κράτους, με την προϋπόθεση ότι ακολουθούν
Σελ. 6
ορθά τους νόμους και τους κανονισμούς του κράτους που τα φιλοξενεί. Ιδιαιτέρως πρέπει να ακολουθούν τους νόμους και κανονισμούς του παράκτιου κράτους σχετικά με τους υγειονομικούς, φορολογικούς και τεχνικούς κανόνες, ειδικά για τα πλοία που κινούνται με ατομική ενέργεια. Το κράτος του λιμανιού έχει την αρμοδιότητα να υποβάλει τα πλοία σε έλεγχο για την πραγμάτωση αυτών των υποχρεώσεων. Τώρα σχετικά με το αλλοδαπό πλήρωμα, σε περίπτωση αστικών υποθέσεων ανάμεσα στο προσωπικό του αλλοδαπού πλοίου, το κράτος της φιλοξενίας δεν έχει καμία δικαιοδοσία παρέμβασης στην αστική διαμάχη και τη λύση της διαφοράς θα δώσει ο πλοίαρχος του πλοίου ή τα δικαστήρια της σημαίας του πλοίου. Σε περίπτωση ποινικού αδικήματος που τελείται ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος, επίσης αρμόδια είναι τα ποινικά δικαστήρια της σημαίας του πλοίου και ο πλοίαρχος του αλλοδαπού πλοίου, με την εξαίρεση τριών περιπτώσεων: α) αν το αδίκημα έχει πραγματοποιηθεί από πρόσωπο που είναι άλλο από μέλος του πληρώματος. Εις βάρος μέλους του πληρώματος, β) αν ζητηθεί από τον πλοίαρχο η συνδρομή των τοπικών αρχών, και γ) αν η ηρεμία και η νομιμότητα του λιμανιού έχουν επηρεαστεί από το αδίκημα. Αυτές οι ρυθμίσεις, που, για μια ακόμα φορά καταδεικνύουν τη σοβαρότητα που αποδίδει το Διεθνές Δίκαιο στην ελευθερία της ναυσιπλοΐας, έχουν γίνει δεκτές μέσω της διεθνούς πρακτικής και έχουν καταγραφεί σε διεθνή συμβατικά κείμενα.
Τώρα, αναφορικά με τα πολεμικά πλοία, ο κανόνας, που προέρχεται από την ελευθερία της ναυσιπλοΐας είναι ότι τα πολεμικά σκάφη τρίτου κράτους απολαμβάνουν ασυλίας σε λιμάνι αλλοδαπού κράτους, το οποίο, όμως, έχει την ευχέρεια να προσδιορίσει το χρόνο της παραμονής τους σε αυτό. Όπως, όμως, και με τα εμπορικά πλοία, τα πολεμικά θα πρέπει να σέβονται τους νόμους και τους κανονισμούς της χώρας που τα φιλοξενεί, και να τους εφαρμόζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του ελλιμενισμού τους σε αλλοδαπό λιμάνι. Αναφορικά με την αστική και την ποινική δικαιοδοσία, τα
Σελ. 7
αλλοδαπά πολεμικά πλοία απολαμβάνουν ασυλίας τόσο για την πρώτη, όσο και για την δεύτερη. Αντιθέτως εάν μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου προβεί σε αδίκημα στο έδαφος του φιλοξενούντος κράτους, εκτός δηλ. του πολεμικού πλοίου, επέχει ποινική ευθύνη από το κράτος της υποδοχής. Αυτή η ρύθμιση έχει μακρότατη χρονική εφαρμογή και δεν αμφισβητείται από τα κράτη στην ολότητα τους.
To Aρθρο 2 του Καταστατικού της Γενεύης του 1923 για το διεθνές καθεστώς των θαλάσσιων λιμανιών, σχετικά με τις παραπάνω ρυθμίσεις, σύμφωνα με την ελευθερία της ναυσιπλοΐας, τόσο για τα εμπορικά, όσο και για τα πολεμικά πλοία. Υπάρχουν ορισμένα κράτη που δεν ακολουθούν σε περιόδους αυτούς τους κανόνες, αλλά αυτά είναι μειοψηφικά. Πάντως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από την ελευθερία προσέγγισης και παραμονής στα λιμάνια εμπορικών πλοίων υπάρχουν τρείς εξαιρέσεις άξιες να αναφερθούν: ένα κράτος μπορεί να απαγορεύσει τον ελλιμενισμό αλλοδαπών εμπορικών πλοίων εάν α) υπάρχουν υγειονομικοί λόγοι που προκαλούνται από μια επιδημία στην ξηρά ή από το πλοίο που πρόκειται να ελλιμενισθεί, β) λόγω παρουσίας στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο λιμάνι, που η παρουσία εμπορικού πλοίου σε αυτό μπορεί να επιφέρει ζημιά και γ) στη συνέχεια σοβαρών γεγονότων ασφάλειας του κράτους. Στις περιπτώσεις πολεμικών πλοίων οι παραπάνω κανόνες ισχύουν επίσης. Με την προσθήκη ότι χρειάζεται επιπλέον και μια προειδοποίηση, μέσω των αρμοδίων κρατικών οργάνων, της πρόθεσης ελλιμενισμού πολεμικού πλοίου ή πλοίων προς το κράτος του λιμανιού. Οίκοθεν νοείται ότι αν οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος του λιμανιού και στο κράτος που σκοπεύει να αποστείλει πολεμικό πλοίο ή πλοία δεν είναι φιλικές, το κράτος του ελλιμενισμού μπορεί να αρνηθεί να δεχθεί πλοία εχθρικά στα λιμάνια του.
Σελ. 8
ΙΙΙ. Οι Κόλποι
Ένας κόλπος μπορεί να είναι εσωτερικά ύδατα σε ένα κράτος. Η νομική έννοια του κόλπου δίνεται από το Άρθρο 10 της ΣΔΘ και έχει ως εξής:
«Κόλπος είναι μια ευδιάκριτη εσοχή της ακτής, της οποίας η διείσδυση της στη ξηρά βρίσκεται σε τέτοια αναλογία προς το πλάτος του στομίου ώστε να περικλείει εγκλωβισμένα ύδατα και να μην αποτελεί απλή καμπυλότητα της ακτής.»
Η ιδιαιτερότητα ενός κόλπου έγκειται στο ότι υπό προϋποθέσεις τα νερά που βρίσκονται στο εσωτερικό του θεωρούνται εσωτερικά ύδατα. Προϋπόθεση είναι το μήκος της εισόδου του κόλπου, με τη γεωγραφική έννοια, να είναι 24 ν.μ. maximum. Σε περίπτωση που είναι πάνω από τα 24 μίλια, ως εσωτερικά ύδατα νοείται το τμήμα των υδάτων που πληρεί αυτήν την προυπόθεση.
IV. Η Ελληνική περίπτωση
Η Ελλάδα εφαρμόζει ως γραμμή βάσης για την μέτρηση των θαλασσίων ζωνών, τη φυσική ακτογραμμή, δηλ. μια γραμμή η οποία ακολουθεί τη φυσική διάταξη των ακτών, καθότι δεν έχει κλείσει τους κόλπους της με την ευθεία γραμμή που εγκλωβίζει εντός αυτής τα θαλάσσια ύδατα ως εσωτερικά.
Υπάρχει μια ιδιαιτερότητα σε ορισμένες περιπτώσεις, 70 τον αριθμό, που ο κόλπος ανήκει σε περισσότερα από ένα κράτη. Στις περιπτώσεις αυτές η γραμμή βάσης χαράσσεται ακολουθώντας τις ακτές των κρατών αυτών έτσι ώστε όλα να έχουν ανεμπόδι-
Σελ. 9
στη πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα. Στην υπόθεση του κόλπου Fonseca, στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης στη Χερσαία, Νησιωτική και Θαλάσσια Συνοριακή Διαφορά (11 Σεπτεμβρίου 1992), το διεθνές αυτό δικαιοδοτικό όργανο έκρινε ότι υπάρχει συγκυριαρχία όλων των εμπλεκομένων κρατών, έως ότου ο κόλπος οριοθετηθεί. Και ότι στο τμήμα του κόλπου που αυτά είναι συγκυρίαρχα, όσο και στην παράκτια ζώνη των 3 ν.μ. υφίσταται καθεστώς αβλαβούς διέλευσης.
Σελ. 11
Κεφάλαιο Δεύτερο
Η Αιγιαλίτιδα Ζώνη
I. Εισαγωγικά
Ως αιγιαλίτιδα ζώνη νοείται η θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από το εσωτερικό όριο, το όριο των εσωτερικών υδάτων, έως το μέγιστο επιτρεπτό όριο των 12 ν. μ. από τις ακτές. Στη ζώνη αυτή το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχετική. Η κυριαρχία του είναι κάθετη όσον αφορά το βυθό και το υπέδαφος του, τη στήλη των υδάτων πάνω από αυτόν, και την επιφάνεια της θάλασσας. Σε όλα τα τμήματα πλην της επιφανείας, το παράκτιο κράτος έχει την πλήρη κυριαρχία εκμεταλλεύσης όλων των πόρων, κατ’ αποκλειστικότητα, εκτός από την επιφάνεια, όπου το δικαίωμα της κυριαρχίας περιορίζεται από το ανάλογο δικαίωμα τρίτων κρατών, να προβαίνουν τα πλοία που φέρουν τη σημαία τους σε αβλαβή διέλευση. Το δικαίωμα αυτό αντλείται ως συνέχεια της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, ενός από τα συστατικά της ελευθερίας των θαλασσών, βασικού στοιχείου του Δικαίου της Θάλασσας. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι ο αέρας ο υπερκείμενος της θαλάσσιας αυτής ζώνης, ομού με τον αέρα του εδάφους της ξηράς αποτελούν τον εθνικό εναέριο χώρο, όπου το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, και ο οποίος εξικνείται ως τα όρια της αιγιαλίτιδας.
Κατά συνέπεια, στην αιγιαλίτιδα ζώνη το παράκτιο κράτος δύναται να εξερευνά τη φυσική υφαλοκρηπίδα του, να την εκμεταλλεύεται, να εκμεταλλεύεται επίσης τους καθιστικούς οργανισμούς του βυθού της θάλασσας, να αλιεύει αποκλειστικά τους ζωντανούς ορ-
Σελ. 12
γανισμούς της υδάτινης στήλης που υπέρκειται και να χρησιμοποιεί την επιφάνεια της θάλασσας για την παραγωγή ήπιας ενέργειας από τα κύματα και τον υπερκείμενο αέρα. Ο μόνος περιορισμός σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας είναι η αβλαβής διέλευση, και το δικαίωμα που προκύπτει υπέρ των τρίτων κρατών να διέρχονται αβλαβώς. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα παράκτιο κράτος δεν μπορεί να παρενοχλεί με τις δραστηριότητες του τη θαλάσσια κυκλοφορία, ιδιαίτερα στις θαλάσσιες λεωφόρους διεθνούς ναυσιπλοΐας.
ΙΙ. Η ιστορική εξέλιξη της αιγιαλίτιδας ζώνης
Η ιστορία της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι μια περιπετειώδης εξέλιξη αναφορικά με το εύρος της. Καταρχάς, η αιγιαλίτιδα (ή χωρικά ύδατα) αποτέλεσε μια ζώνη κυριαρχίας που εξασφάλιζε το παράκτιο κράτος από επιδρομές άλλων κρατών ή και πειρατών και έδινε μια αποκλειστική δυνατότητα αλιείας στους εντόπιους πληθυσμούς. Ο πρώτος χρονικά κανόνας που εφαρμόστηκε στην αιγιαλίτιδα ήταν ο κανόνας του ορίζοντα. Με δεδομένο, όμως, ότι αυτό ήταν ένα μεταβαλλόμενο όριο, λόγω των καιρικών συνθηκών, πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε υπέρ της αρχής της βολής του κανονιού (canon shot rule). Δηλ. ένα κράτος είχε κυριαρχία ως το σημείο εκείνο μιας ωφέλιμης βολής του κανονιού, που είναι τοποθετημένο στην ακτή του κράτους. Η ιδέα αυτή προέρχεται από τον Ολλανδό νομομαθή Bynkershoek και είναι ασφαλώς συνδεδεμένη με την έννοια της κυριαρχίας του παράκτιου κράτους. Και αυτή, όμως, η ιδέα εγκαταλείφθηκε για χάρη των τριών ν.μ., που ήταν η συνήθης ωφέλιμη βολή του κανονιού τοποθετημένου στην ακτή. Τα τρία ν.μ. είχαν μια μονιμότερη επιτυχία καθώς επέζησαν ως τον 20ο αιώνα, κι αποτέλεσαν κανόνα σχεδόν γενικής εφαρμογής από τη διεθνή κοινότητα. Προσπάθειες κωδικοποίησης του κανόνα έγιναν στην Κωδικοποιητική Συνδιάσκεψη της Χάγης και σε αυτές του
Σελ. 13
1958 και του 1960. Και στις τρεις υπήρχαν κράτη τα οποία προτιμούσαν μια ευρύτερη ζώνη (ιδιαίτερα τα κράτη που η προτεραιότητα τους ήταν η αλιεία, και δευτερευόντως η ασφάλεια), και κράτη με τάσεις στενότερης αιγιαλίτιδας (κράτη με ισχυρή ναυτιλία που προτιμούσαν μια στενή αιγιαλίτιδα, που θα παρεμπόδιζε στο ελάχιστο την ελευθερία της ναυσιπλοΐας). Παρά τις αποθαρρύνσεις των τριών αυτών Συνδιασκέψεων, η πλειονότητα των κρατών ανέπτυξε μια πρακτική εφαρμογής των 6 ν.μ., που παρέμεινε ο κεντρικός κανόνας, με εξαιρέσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις έφθαναν τα 200 ν.μ. από τη ξηρά, χωρίς, ωστόσο, να αναγνωρίζονται από τα κράτη της διεθνούς κοινότητας. Με τη ΣΔΘ αυτή η ανωμαλία εξέλιπε καθώς υιοθετήθηκε ο κανόνας μιας αιγιαλίτιδας της οποίας το μέγιστο επιτρεπτό όριο είναι τα 12 ν.μ.
ΙΙΙ. Η μέθοδος ή οι μέθοδοι υπολογισμού του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και των υπολοίπων ζωνών
Η μέθοδος υπολογισμού του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και των υπολοίπων θαλάσσιων ζωνών είναι οι γραμμές βάσης, οι οποίες συμπίπτουν με την φυσική ακτογραμμή. Με άλλα λόγια είναι το εσωτερικό όριο κάθε μέτρησης του εύρους της αιγιαλίτιδας και οποιασδήποτε άλλης αναγνωρισμένης ζώνης. Όταν ακολουθείται η ακτή ως γραμμή βάσης φυσικό είναι και το εξωτερικό όριο μιας ζώνης να ακολουθεί τις φυσικές διαμορφώσεις της ακτής και να έχει ως εκ τούτου μια ποικιλία σχηματισμών που δεν ευνοούν ιδιαίτερα τη ναυσιπλοΐα. Για αυτούς και άλλους λόγους (όπως και για να κερδίσουν τα παράκτια κράτη ελάχιστα μίλια εσωτερικών υδάτων) πολλές χώρες έχουν εφαρμόσει μια διαφορετική μέθοδο: δηλ. τη μέθοδο των ευθειών γραμμών βάσης. Σε τι συνίσταται αυτή η μέθοδος; Αντί να ακολουθείται η φυσική ακτογραμμή, παίρνουμε χαρακτηριστικά σημεία της διαμόρφωσης του εδάφους της ξηράς και τα ενώνουμε μεταξύ τους με μια ευθεία γραμμή, με τρόπο ώστε και το εξωτερικό όριο της ζώνης να είναι μια ευθεία, και συνεπώς να δι-
Σελ. 14
ευκολύνει τη ναυσιπλοΐα. Απαίτηση του Διεθνούς Δικαίου, στην περίπτωση που ένα κράτος ακολουθεί τη μέθοδο των ευθειών γραμμών βάσης, είναι να επιλέγονται σημεία σύνδεσης που να μην είναι υπερβολικά μακριά το ένα με το άλλο, αλλά τα πλησιέστερα μεταξύ τους. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλ. σε περίπτωση που διαλέγονται σημεία ευρισκόμενα σε τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα τους, και δεν λαμβάνονται υπόψη πλησιέστερα σημεία για τη χάραξη της γραμμής βάσης, κινητοποιείται το Άρθρο 300 που απαιτεί από τα παράκτια κράτη να ενεργούν με καλή πίστη και να μη καταχρώνται τα δικαιώματα που τους παρέχει η ΣΔΘ.
IV. Η αβλαβής διέλευση
Με δεδομένη την κυριαρχία της αιγιαλίτιδας ζώνης από το παράκτιο κράτος, η διεθνής ναυσιπλοΐα, και συνεπώς ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά της ελευθερίας των θαλασσών θα υπέφερε, αφού θα ήταν υποχρεωμένη να υποστεί τον έλεγχο και ενδεχομένως την απαγόρευση διάπλου της αιγιαλίτιδας από το κυρίαρχο παράκτιο κράτος. Αν πράγματι η αιγιαλίτιδα ταυτιζόταν με το έδαφος της ξηράς, τότε θα ήταν υποκείμενη στην πιθανότητα, θα έλεγα βεβαιότητα, μιας απαγόρευσης εισόδου σε αυτήν, κι αυτό θα είχε σοβαρότατες συνέπειες στην ελεύθερη διακίνηση ατόμων και αγαθών. Για να μπορέσει ένα πλοίο να διαπλεύσει την αιγιαλίτιδα, από ένα τμήμα της ανοιχτής θάλασσας, προκειμένου να συναντήσει πάλι την ανοιχτή θάλασσα, θα πρέπει να υπάρχει ένα καθεστώς το οποίο θα μετρίαζε τον έλεγχο του παράκτιου κράτους, κι έτσι θα έδινε στο διερχόμενο σκάφος κάποια αίσθηση ελευθερίας, ανάλογης με αυτήν την οποία απολάμβανε στην ανοιχτή θάλασσα. Έτσι καθιερώθηκε ο θεσμός της αβλαβούς διέλευσης ο οποίος με-
Σελ. 15
τριάζει την απολυτότητα της κυριαρχίας του παράκτιου κράτους, χωρίς, πάντως, να την εξαφανίζει πλήρως.
Τα δυο στοιχεία της αβλαβούς διέλευσης είναι το αβλαβές της διέλευσης και η απλή διέλευση. Το Άρθρο 19(alinea1) της ΣΔΘ ορίζει ως αβλαβή τη διέλευση η οποία δεν επιχειρεί ενέργειες που στρέφονται κατά της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους. Οι έννοιες αυτές δεν εξειδικεύονται από τη ΣΔΘ, ωστόσο σε αντίθεση με τη σύμβαση της Γενεύης για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη (1958), η ΣΔΘ υποδεικνύει, ενδεικτικά το τι δεν αποτελεί αβλαβή διέλευση: α) η απειλή ή η χρήση βίας προς το παράκτιο κράτος. Αυτός ο όρος αποτελεί επανάληψη της απαγόρευσης που περιέχεται στο Άρθρο 2 (4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, και ο οποίος θεωρείται κανόνας jus cogens. Nα σημειωθεί ότι ο κανόνας αυτός δεν αφορά την απειλή ή τη χρήση βίας από τρίτο κράτος προς το παράκτιο κράτος, αλλά από διαπλέον σκάφος, έστω και αν φέρει τη σημαία του τρίτου κράτους. β) τη διεξαγωγή πολεμικών ασκήσεων. Η διεξαγωγή ασκήσεων μέσα στην αιγιαλίτιδα από τρίτο κράτος απαγορεύεται, όπως προκύπτει και από την απαγόρευση απειλής η χρήσης βίας, που επισημάνθηκε ανωτέρω. Φυσικά αν πρόκειται για προγραμματισμένες ασκήσεις, με τη συναίνεση του παράκτιου κράτους η απαγόρευση αίρεται. γ) πράξεις που αποσκοπούν στη συλλογή πληροφοριών προς βλάβη της άμυνας ή της ασφάλειας του παράκτιου κράτους. δ) οποιαδήποτε προπαγανδιστική ενέργεια με σκοπό την προσβολή της άμυνας και της ασφάλειας του παράκτιου κράτους. ε) η απονήωση ή προσνήωση ή φόρτωση αεροσκαφών, τόσο στρατιωτικών, όσο και πολιτικών. στ) η εκτόξευση, εκφόρτωση ή φόρτωση οποιασδήποτε στρατιωτικής συσκευής. ζ) η φόρτωση ή εκφόρτωση οποιουδήποτε εμπο-
Σελ. 16
ρεύματος, χρημάτων ή προσώπων κατά παράβαση των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανονισμών του παράκτιου κράτους. η) οποιαδήποτε εκ προθέσεως σοβαρή ρύπανση κατά παράβαση των κανόνων που θεσπίζει η ΣΔΘ. Η πρόβλεψη, πάντως, για τη ρύπανση πρέπει να αφορά σοβαρή ρύπανση, σύμφωνα με το Άρθρο 211(Alinea 4) της ΣΔΘ, και να γίνεται εκ προθέσεως. ι) οποιαδήποτε αλιευτική δραστηριότητα. κ) Η διεξαγωγή αλιευτικής δραστηριότητας που καλύπτει τα καθιστικά είδη του βυθού και τα ελεύθερα αλιεύματα της στήλης των υδάτων. λ) κάθε πράξη που αποσκοπεί στην παρεμβολή σε σύστημα επικοινωνίας ή σε οποιεσδήποτε εγκαταστάσεις του παράκτιου κράτους. μ) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα η οποία δε συνάδει με τη διέλευση. Η τελευταία φανερώνει τον ενδεικτικό χαρακτήρα των περιορισμών του διερχόμενου πλοίου από την αιγιαλίτιδα ζώνη.
Αναφορικά με την έννοια της διέλευσης, η έννοια αυτή καλύπτει την απλή διαδρομή του πλοίου από την ανοιχτή θάλασσα προς ένα άλλο τμήμα της ανοιχτής θάλασσας δια μέσου της αιγιαλίτιδας ζώ-
Σελ. 17
νης τρίτου κράτους. Το δικαίωμα αυτό ανήκει σε όλα τα πλοία, είτε είναι εμπορικά, είτε είναι πολεμικά, είτε ιδιωτικά, είτε δημόσια. Το Άρθρο 17 της ΣΔΘ ορίζει «Τα πλοία όλων των κρατών παρακτίων ή άνευ ακτών απολαμβάνουν του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης μέσω της χωρικής θάλασσας».
Για τα εμπορικά πλοία δεν υφίσταται άλλος περιορισμός, εκτός από αυτούς που προκύπτουν από την έννοια της «αβλαβούς», και με την προϋπόθεση να εισέλθουν από ανοιχτή θάλασσα, να διαπλεύσουν χωρίς να σταματήσουν στην αιγιαλίτιδα (εκτός περιπτώσεων μηχανικής βλάβης) και να εξέλθουν στην ανοιχτή θάλασσα και πάλι. Για τα πολεμικά πλοία, δηλ. για τα πλοία που «ανήκ(ουν) στις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους και φέρ(ουν) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τέτοια πλοία της εθνικότητας του(ς), που τελούν υπό τη διοίκηση αξιωματικού δεόντως τοποθετημένου από την Κυβέρνηση του Κράτους και του οποίου το όνομα εμφαίνεται στην σχετική επετηρίδα ή ανάλογο πίνακα και είναι επανδρωμένα με πλήρωμα υπό κανονική στρατιωτική πειθαρχία» (Άρθρο 29 της ΣΔΘ), ισχύει σχετικά το ίδιο καθεστώς που ισχύει και για τα εμπορικά πλοία. Εκτός από το γεγονός ότι για τα πολεμικά πλοία ισχύει το Άρθρο 21 της ΣΔΘ, δηλ. την ανάγκη, εάν έχει ορισθεί με εσωτερική νομοθεσία, της προηγούμενης γνωστοποίησης της εισόδου στην αιγιαλίτιδα ζώνη του από το κράτος του πολεμικού πλοίου που φέρει τη σημαία του, από το κράτος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Αλλά αυτός ο κανόνας εξαρτάται αποκλειστικά
Σελ. 18
από το εάν θεσπιστεί από το παράκτιο κράτος, και είναι εξαιρετικά δεσμευτικό για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Ένας άλλος ειδικός κανόνας για τα πολεμικά πλοία είναι το Άρθρο 30 της ΣΔΘ το οποίο προβλέπει: «Αν πολεμικό πλοίο δεν συμμορφώνεται με τους νόμους και κανονισμούς του παράκτιου κράτους που αφορούν τη διέλευση από τη χωρική θάλασσα και αγνοεί οποιοδήποτε αίτημα προς αυτό για συμμόρφωση, το παράκτιο κράτος μπορεί να απαιτήσει από αυτό να εγκαταλείψει αμέσως τη χωρική θάλασσα». Βλέπουμε ότι αυτή η διάταξη ισχύει και για τα εμπορικά πλοία. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέλησε να αναφερθεί ειδικά στα τα πολεμικά πλοία φανερώνει την αυξημένη βαρύτητα που έχει η παρουσία πολεμικών πλοίων στην αιγιαλίτιδα ζώνη τρίτου κράτους. Εάν το πολεμικό πλοίο αρνηθεί να εγκαταλείψει την αιγιαλίτιδα, τότε δημιουργείται διεθνής ευθύνη του κράτους της σημαίας, και διεθνής διαφορά η οποία πρέπει να επιλυθεί από τα μέσα που προβλέπει το Άρθρο 33 του Καταστατικού του ΟΗΕ. Πάντως άσκηση βίας δεν προβλέπεται από τη ΣΔΘ, η οποία ορίζει μόνον ειρηνικά μέσα επίλυσης της διαφοράς. Η άσκηση βίας νοείται, χωρίς να αναφέρεται στη ΣΔΘ, στις περιπτώσεις εκείνες που τα δυο κράτη βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, και υπάρχει απαγόρευση διάπλου των πολεμικών πλοίων των εμπλεκομένων κρατών στην αιγιαλίτιδα ζώνη αμφοτέρων των κρατών.
V. Η περίπτωση της Ελλάδας
H Eλλάδα έχει σήμερα 6 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο και 12 ν.μ. στο Ιόνιο Πέλαγος.
Σελ. 19
Έχει το θεωρητικό δικαίωμα να διευρύνει το εύρος της αιγιαλίτιδας στο Αιγαίο Πέλαγος ως τα 12 ν.μ., σύμφωνα με τη ΣΔΘ, αλλά δεν το έχει κάνει, λόγω αντιρρήσεων της Τουρκίας, η οποία επιμένει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διευρύνει την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ., λόγω της στενότητας της θάλασσας του Αιγαίου. Διότι, έτσι θα το μετέτρεπε σε Ελληνική λίμνη και θα απέκλειε την Τουρκία όχι μόνον από την ελεύθερη ναυσιπλοΐα αλλά και από κάθε δικαιώμα υφαλοκρηπίδας έχει σε σημαντικά τμήματα του Αιγαίου Πελάγους. Μάλιστα τον Ιούνιο του 1995, επί Πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε απόφαση, με βάση την οποία εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να πάρει οποιαδήποτε μέτρα, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης βίας, σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρούσε σε κινήσεις διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας στο Αιγαίο. Η στάση αυτή της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης έμεινε στην ιστορία ως το casus belli (αιτία πολέμου), το οποίο η Τουρκία κραδαίνει ως φόβητρο σε περιπτώσεις που αισθάνεται κάποια κινητικότητα της Ελλάδας στην κατεύθυνση εφαρμογής των 12 ν.μ. Εξάλλου και άλλες ναυτικές δυνάμεις φαίνεται να συνηγορούν στην άποψη πως μια διεύρυνση στα 12 ν.μ. θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ελευθερία της ναυσιπλοΐας, καθώς το Αιγαίο είναι σημαντικό για τη δίοδο των πλοίων προς τον Εύξεινο Πόντο (τη Μαύρη Θάλασσα), και αποτελεί τη μοναδική πρόσβαση σε αυτήν. Να σημειωθεί ότι η Τουρκία έχει επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. τόσο στον Εύξεινο Πόντο, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά έχει διατηρήσει τα 6 ν.μ. στο Αιγαίο.
Η εκκρεμότητα αυτή, που πλησιάζει τα 40 χρόνια, έχει έντονα επηρεάσει τη θέση των δυο κρατών, κι αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες αντιπαλότητας ανάμεσα στις δυο χώρες. Όταν το 2002 άρχισαν οι διερευνητικές επαφές οι δυο χώρες αποφάσισαν να ξεκινήσουν συζητήσεις για την επίλυση αυτής της διαφοράς. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι ο καθορισμός της αιγιαλίτιδας είναι μονομερής ενέργεια, που λύνεται με εσωτερική έννομη πράξη (νόμο ή νο-
Σελ. 20
μοθετική διάταξη), η Ελλάδα αποφάσισε να κοινοποιήσει την πρόθεση διεύρυνσης στην Τουρκία, και να ζητήσει τη συναίνεση της γι’ αυτό. Φυσικά η Τουρκία παρέμεινε ακλόνητη σε όλη τη διάρκεια των διερευνητικών, εκτός από μια χρονική στιγμή που δέχθηκε η Ελλάδα να διευρύνει στα 12 ν.μ. τη ζώνη της μόνο στα ηπειρωτικά εδάφη, αφήνοντας αναλλοίωτα τα νησιά, στα 6 ν.μ. Επειδή, όμως, σύμφωνα με τις αποφάσεις που είχαν τότε ληφθεί, τίποτα δεν ήταν οριστικό, έως ότου όλα λυθούν, η πρόταση αυτή έπεσε στο κενό με την κυβερνητική αλλαγή και τον προσανατολισμό της νέας κυβέρνησης.
Πάντως θα πρέπει να τονιστεί ότι το casus belli ισχύει μόνο για το Αιγαίο. Αυτό σημαίνει ότι οι νότιες ακτές της Κρήτης, καθώς και οι ανατολικές ακτές των Δωδεκανήσων που έχουν προβολή, οι μεν πρώτες στο Κρητικό Πέλαγος (Λιβυκό Πέλαγος), οι δε δεύτερες στην Ανατολική Μεσόγειο εξαιρούνται από την απειλή, και, συνάμα, δεν αποτελούν εμπόδιο στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Το ίδιο ισχύει και για το Καστελόριζο, του οποίου τα νότια παράλια βρέχονται αποκλειστικά από τα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. δεν εξαντλείται χρονικά. Αλλά η καθυστέρηση επιβολής του καθεστώτος καταδεικνύει τις δυσκολίες επίτευξης του. Πάντως, μια λύση, όπως αυτή που επετεύχθη στη διάρκεια των διερευνητικών (κυβέρνηση Σημίτη) θα ήταν ιδανική, γιατί δεν προκαλεί προβλήματα στην ελευθερία των θαλασσών και αφήνει διόδους διέλευσης, που διαφορετικά θα ήταν κάτω από την εθνική κυριαρχία και, φυσικά, κάτω από το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης.
Σελ. 21
Κεφάλαιο Τρίτο
Το διεθνές καθεστώς των Στενών
Ι. Εισαγωγικά
Ένα θεμελιώδες ερώτημα που επανέρχεται στην ιστορική εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, και που έχει απασχολήσει τη θεωρία, είναι η νομική φύση του θαλάσσιου χώρου. Ένα ερώτημα που μπορεί να συμπυκνωθεί στο δίλημμα, αν η θάλασσα, ως ιδιαίτερος γεωφυσικός χώρος είναι ένας δημόσιος χώρος που εξυπηρετεί κοινωνικά συμφέροντα, τα συλλογικά συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας, και συνεπώς διέπεται από κανόνες που τα διασφαλίζουν, ή είναι ένας χώρος πάνω στον οποίον προβάλλονται τα ατομικά συμφέροντα των επί μέρους κρατών που εδρεύουν στο χερσαίο χώρο και, συνεπώς, διέπεται από τη λογική του δικαίου του εδάφους κάθε παράκτιου κράτους και τη σύμφυτη πρωτοκαθεδρία της κρατικής κυριαρχίας.
Η ιστορία των διεθνών σχέσεων και του Διεθνούς Δικαίου δεν προσφέρει μια διαχρονικά ομοιόμορφη απάντηση στο δίλημμα αυτό. Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε περιόδους, όπως ο Μεσαίωνας, όπου το ατομικό συμφέρον των κρατών αποτελεί τη ρυθμιστική προτεραιότητα στο σχηματισμό των κανόνων της θάλασσας, ή περιόδους όπου ο δημόσιος χαρακτήρας υπερτερεί. Στις περισσότερες, πάντως, γνωστές ιστορικές στιγμές υπερτερεί μια τάση εξισορρόπησης του δημόσιου με το ιδιωτικό συμφέρον, που οδηγεί στη διάπλαση μιας μικτής φυσιογνωμίας της θάλασσας.